Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ξέρω

  • 1 ξέρω

    [ксэро] р. знать, уметь,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ξέρω

  • 2 знать

    ρ.δ.μ.
    1. μαθαίνω, πληροφορούμαι•

    -намерения противника μαθαίνω τις διαθέσεις του εχθρού•

    знать о родных μαθαίνω για τους συγγενείς.

    2. γνωρίζω, ξέρω•

    знать жизнь ξέρω τη ζωή•

    знать математику ξέρω μαθηματικά•

    знать действительность γνωρίζω την πραγματικότητα•

    русский язык ξέρω ρωσική γλώσσα.

    || μπορώ, δύναμαι•

    теперь знаю писать, читать τώρα μπορώ να γράφω, να διαβάζω.

    3. είμαι γνώριμος, γνωρίζομαι•

    я его знаю с детства γνωρίζομαι μ αυτόν από τα παιδικά χρόνια•

    лично γνωρίζω προσωπικά.

    || ξεχωρίζω από τους άλλους•

    собака меня -ет το σκυλί με γνωρίζει.

    4. καταλαβαίνω, εννοώ•

    я знаю зачем вы это говорите καταλαβαίνω γιατί το λέτε αυτό.

    5. δοκιμάζω•

    он не знал с детства ни ласка, ни радости αυτός δε γνώρισε από τα παιδικά του χρόνια ούτε χάδι, ούτε χαρά.

    6. ξέρεις, ξέρετε•

    я знатьешь, читал «Отверженные» В. Гюго εγώ, ξέρεις, διάβασα τους «Αθλιους» του Β. Ουγκό.

    εκφρ.
    знать меру – δείχνω μετριοπάθεια, είμαι στα όρια•
    знать совесть – δείχνω συνειδητότητα, έχω επίγνωση•
    знать своё место – ξέρω που βρίσκομαι, ξέρω τι κάνω• είμαι σεμνός•
    знать про себя – ξέρω μόνο εγώ (για μυστικό)•
    знать толк в чём; знать прок в чёмπαλ. ξέρω απο..., σκαμπάζω•
    знать цену – ξέρω τι αξίζει, σωστά εκτιμώ•
    граммотеπαλ. ξέρω γραφή και ανάγνωση, είμαι εγγράμματος•
    знать не знаю – δεν έχω ιδέα απ αυτά, δεν καταλαβαίνω τίποτε απ αυτά•
    не знать веку (ή износу) – αιώνιος, άφθαρτος, στερεός•
    не знать женщин – είμαι παρθένος•
    не знать сна, покоя, отдыха – δεν ξέρω τι θα πει ύπνος, ησυχία, ανάπαυση•
    не могу знать – δε μπορώ να καταλάβω•
    не знай себе – δεν ενδιαφέρεται για τίποτε άλλο παρά...•
    знай наших! – μάθε ποιοί (τι) είμαστε!•
    сам -ю; про это я -ю – γι αυτό ξέρω μόνος μου, είναι δική μου δουλειά•
    то и знай – διαρκώς, ακατάπαυστα•
    только и -ет, что... – τίποτε άλλο δεν κάνει παρά...
    - ем мы вас – σας ξέρομε (για δυσπιστία κ.τ.τ.)•
    как -ешь – όπως θέλεις•
    кто его -ет – ποιος τον ξέρει (είναι άγνωστο)•
    надо (ή пора) и честь – φτάνει, πρέπει να τελειώνομε πρέπει να φύγω•
    по наслышке знать – εχω ακουστά•
    я -ю с кем имею дело – ξέρω με ποιόν έχω να κάνω•
    я -ю, за ним много недостатков – ξέρω πως έχει πολλά ελαττώματα•
    как мне его не знать – πως να μην τον ξέρω•
    делайте как -ете – κάνετε όπως καταλαβαίνετε•
    я не знаю за собой никакой вины – δε θεωρώ τον εαυτό μου ένοχο για τίποτε•
    - ет кошка чьё мясо сьлаπαρμ. ξέρει ο μάστορας που θα καρφώσει το καρφί ή ξέρει η πάπια που είν' η λίμνη.
    γνωρίζομαι, αναπτύσσω (πιάνω) σχέσεις. || δοκιμάζω, παίρνω πείρα.
    όπως φαίνεται, κατά τα φαινόμενα•

    знать он не придёт όπως φαίνεται αυτός δε θα έρθει.

    θ.
    αριστοκρατία.

    Большой русско-греческий словарь > знать

  • 3 знать

    зна||ть I
    несов
    1. (быть осведомленным) ξέρω, μαθαίνω:
    \знать о поездке μαθαίνω γιά ταξίδι· знаешь... ξέρεις...·
    2. (иметь знания) ξέρω, ήξεύρω, γνωρίζω:
    \знать свое дело ξέρω τή δουλειά μου· \знатьете ли вы греческий язык? ξέρετε ἐλληνικά;· \знать понаслышке ἔχω ἀκουστά, γνωρίζω κάτι ἐξ ἀκοής· насколько я \знатью... ἀπ· δτι ξέρω...· не \знать, что делать δέν ξέρω τί νά κάνω· \знать наизу́сть ξέρω ἀπ' ἔξω·
    3. (быть знакомым) γνωρίζω, ξέρω:
    \знать кого-л. с детства γνωρίζω κάποιον παιδί (или ἀπ· τά παιδικά μου χρόνια)· \знать в лицо́ γνωρίζω ἐξ ὀψεως· \знать лично γνωρίζω προσωπικά· ◊ \знать как свой пять пальцев ξέρω κάτι σάν τήν' τσέπη μου· \знать толк в чем^л. σκαμπάζω σ'αὐτά, ξέρω καλά κάτι· кто его́ \знатьет ποιος τόν ξέρει, ποιός ξέρει· как \знать, почем \знать ποῦ νά ξέρεις, ποιός ξέρει· не \знать покоя δέν βρίσκω ἡσυχία, δέν ἡσυχάζω· \знать меру κρατώ τή ρέγουλα, τηρώ τό μέτρον дать \знать кому́-л. εἰδο-ποιῶ κάποιον \знать себе цену ξέρω τήν ἀξία μου· делайте как \знатьете κάνετε ὅπως νομίζετε, κάνετε ὅπως ξέρετε.
    знать II ж собир. ἡ ἀριστοκρατία, τό ἀρχοντολογι, οἱ είίγενείς, οἱ εὐπατρίδες.

    Русско-новогреческий словарь > знать

  • 4 знать

    знать ξέρω, γνωρίζω дать \знать γνωστοποιώ, ειδοποιώ я знаю, что... ξέρω ότι... знаете ли вы русский (греческий) язык? ξέρετε ρωσικά (ελληνικά); я его не знаю δεν τον ξέρω мы знаем друг друга γνωριζόμαστε
    * * *
    ξέρω, γνωρίζω

    дать знать — γνωστοποιώ, ειδοποιώ

    я зна́ю, что... — ξέρω ότι…

    зна́ете ли вы ру́сский (гре́ческий) язы́к? — ξέρετε ρωσικά (ελληνικά)

    я его́ не зна́ю — δεν τον ξέρω

    мы зна́ем друг дру́га — γνωριζόμαστε

    Русско-греческий словарь > знать

  • 5 владеть

    владеть 1) κατέχω 2) (ка ким-л. языком) ξέρω· κατέχω' я \владетью греческим языком ξέρω ελληνικά· каким языком вы \владетьете? ποια γλώσσα μιλάτε;
    * * *
    2) (каким-л. языком) ξέρω; κατέχω

    я владе́ю гре́ческим языко́м — ξέρω ελληνικά

    каки́м языко́м вы владе́ете? — ποια γλώσσα μιλάτε

    Русско-греческий словарь > владеть

  • 6 уметь

    уме||ть
    несов μπορώ, ξέρω:
    \уметь писать μπορώ (или ξέρω) νά γράφω· сделаю как \уметью θά τό κάνω ὀπως μπορώ· не \уметь плавать δέν ξέρω κολύμπι· он шутить не \уметьет αὐτός δέν ξέρει νά κάνει ἀστεία

    Русско-новогреческий словарь > уметь

  • 7 почём

    επίρ. ερωτημ. πόσο; (κοστίζει, έχει, κάνει)•τι τιμή; ποια η τιμή;•

    почём помидоры? πόσο έχουν οι ντομάτες;•

    почём молоко? τι τιμή έχει το γάλα;

    εκφρ.
    почём знать – (απλ.) από που ξέρω (εγώ), που να ξέρω, ξέρω κι εγώ, αγνοώ πως και που.

    Большой русско-греческий словарь > почём

  • 8 что

    чего, чему, чем, о чём αντων.
    1. (ερωτηματική)• τι•

    что мне теперь сделать? τι να κάνω τώρα;•

    что случилось? τι συνέβηκε;•

    что вы сказали? τι είπατε;•

    что нового? τι νέα;•

    о чём вы говорите? για τι μιλάτε; (περί τίνος μιλάτε;)• о чём вы думаете? τι σκέπτεστε;•

    что это такое? τι ειν αυτό;•

    ну что? λοιπόν τι;

    2. (αναφ.) αυτό που, αυτό το οποίο• ό,τι•

    я знаю что вы хотите ξέρω, τι θέλετε•

    я знаю, о чём думаете ξέρω, τι σκέπτεστε•

    я вам прочту что вы хотите θα σας διαβάσω ό,τι εσείς θέλετε.

    3. (αναφ.) οποίος, -α, -ο• που•

    книга, что лежит на столе το βιβλίο, που είναι πάνω στο τραπέζι•

    то, что... αυτό, που...• я вижу то, что лежит на столе βλέπω αυτό, που είναι πάνω στο τραπέζι.

    4. γιατί•

    что вы такой грустный? γιατί είστε έτσι θλιμμένος;•

    что вы так долго не спите? γιατί τόση ώρα δεν κοιμάστε;•

    а что? και γιατί;

    5. επίρ. πόσο, τι•

    стоит эта книга? πόσο κοστίζει αυτό το βιβλίο.

    || πόσος, -η, -ο•

    что денег истрачено!πόσα χρήματα ξοδεύτηκαν!•

    что сил истрачено! πόσες δυνάμεις ξοδεύτηκαν! (πάνε χαμένες!).

    || όσος, -η, -ο•

    что было у меня сил όσες δυνάμεις είχα.

    6. κάτι (τι), τίποτε•

    если что знаешь, так скажи αν ξέρεις κάτι τι, πες το•

    что чуть, в случае чего, бегите за мной σε περίπτωση που συμβεί κάτι, τρέξτε σε μένα.

    7. τι•

    что за шум? τι θόρυβος είναι αυτός;•

    что толку; что пользы; что хорошето τι νόημα, τι όφελος, τι το καλό.

    8. ό,τι•

    всего что я знал, рассказал отцу όλα όσα ήξερα,τα είπα στον πατέρα.

    || ο οποίος, -α, -ο•

    старая черешня что посажена дедушкой η παλαιά κερασιά, που την είχε φυτέψει ο παππούς.

    εκφρ.
    а -? – και τι;•
    до чего... – α) εξαιρετικά•
    до чего хорош! – εξαιρετικά καλός (εξαίσιος), β) ως που, σε τι (ποιόν) βαθμό•
    до чего ты меня довл – σε τι βαθμό (κατάσταση) με έφερες ή με κατάντησες!•
    к чему – γιατί, προς τι, για ποιο λόγο ή σκοπό•
    не к чему – δεν έχει κανένα νόημα, δε χρειάζεται, σε τίποτε δεν ωφελεί•
    ни к чему – (ως κατηγ.)• δε χρειάζομαι•
    тебе, мальчик, домой уйти, а здесь ты ни к чему – εσύ, μικρέ, να πας στο σπίτι, εδώ εσύ δε χρειάζεσαι•
    с чего – από τι, από που και ως που, για ποιο λόγο, γιατί, που βασιζόμενος•
    ни за что – σε καμιά περίπτωση, με κανένα λόγο•
    ни за что и ни за что ни про что – τελείως άδικα, άδικα των αδίκων, στα χαμένα, μάταια• (уж) на что τόσο πολύ, σε τέτοιο βαθμό•
    хоть бы что – (ως κατηγ.) είναι τελείως αδιάφορο•
    чего-чего, а... – βρε, τι είν αυτό... что ли (ль) τι, μήπως•
    что бы ни.... – όλο, οποιοδήποτε•
    что бы... – είθε, μακάρι, άμποτε•
    что ты (вы)! – (για θαυμασμό, φόβο) τι λες (λέτε)! (ну) что ж (же) (ενδοτικό) λοιπόν, τι (να γίνει), άλλος δρόμος δεν υπάρχει,παρά να... что (это) за α) τι είν αυτό•
    что это за бумаги – τι χαρτιά είν αυτά. β) τι• (για θαυμασμό, αγανάκτηση κλπ.) что за день сегодня! τι μέρα σήμερα!•
    что за здание! – τι (ωραίο) κτίριο!•
    что говорить – τι να πεις (είναι καλό, σωστό, άμεμπτο)•
    что ни (на) есть – ό,τι υπάρχει και δεν υπάρχει (όλα παντελώς)•
    чем не – και τι δεν έχει για, τι δεν ταιριάζει για... чем он не учный? τι έχει αυτός, που δεν του ταιριάζει για επιστήμονας;•
    во что бы то ни стало – οπωσδήποτε, με οποιοδήποτε μέσο και τρόπο•
    ни во что не ставить ή считать – δεν τον έχω, θεωρώ για τίποτε•
    ни с чем уйти (остаться, вернуть(ся) – φεύγω, μένω, επιστρέφω με αδεινά τα χέρια (άπρακτος).
    ειδ. σύνδ.
    1. ότι, πως•

    я знаю что это правда ξέρω ότι αυτό είναι αλήθεια•

    говорят, что он болен λένε πως αυτός είναι άρρωστος.

    2. ότι, που•

    я счастлив что вас вижу είμαι ευτυχής που σας βλέπω.

    3. όπως, σαν.
    4. χρον. σύνδ. παλ. μόλις, ευθύς, άμα.
    5. σύνδ. διαχωριστικός• τι..., τι...• что в городе, что в деревне что одно и тоже τι στην πόλη, τι στο χωριό что ένα, και το ίδιο.
    6. μόριο (στα λαϊκά τραγούδια)• τι• (στην αρχή του στίχου).
    εκφρ.
    только и..., что – αποκλειστικά, μόνο (ότι).

    Большой русско-греческий словарь > что

  • 9 важно

    важно предик, έχει σημασία, ενδιαφέρει это не \важно δεν είναι τίποτα το σπουδαίο* для меня очень \важно...για μένα έχει σημασία... мне \важно знать... το βασικό είναι να ξέρω...
    * * *
    предик.
    έχει σημασία, ενδιαφέρει

    э́то не ва́жно — δεν είναι τίποτα το σπουδαίο

    для меня́ о́чень ва́жно... — για μένα έχει σημασία…

    мне ва́жно знать... — το βασικό είναι να ξέρω…

    Русско-греческий словарь > важно

  • 10 ведома

    ведома: без \ведома χωρίς να ξέρω
    * * *

    без ве́дома — χωρίς να ξέρω

    Русско-греческий словарь > ведома

  • 11 же

    I же Ι частица 1) (усилительная) λοιπόν, επί τέλους я же знаю... μα εγώ το ξέρω когда же? πότε λοιπόν; 2) (означающая тождество ) επίσης тогда же τότε ακριβώς здесь же εδώ, στο ίδιο μέρος там же εκεί πάλι тот же о ίδιος II же II союз αλλά, και, όμως он уезжает, я же остаюсь αυτός φεύγει, εγώ όμως μένω
    * * *
    I частица
    1) ( усилительная) λοιπόν, επί τέλους

    я же зна́ю... — μα εγώ το ξέρω

    когда́ же? — πότε λοιπόν

    тогда́ же — τότε ακριβώς

    здесь же — εδώ, στο ίδιο μέρος

    тот жеο ίδιος

    II союз
    αλλά, και, όμως

    он уезжа́ет, я же остаю́сь — αυτός φεύγει, εγώ όμως μένω

    Русско-греческий словарь > же

  • 12 известно

    известно είναι γνωστό* вам \известно, что...? ξέρετε ότι...; насколько мне -... απ'ότι ξέρω
    * * *

    вам изве́стно, что...? — ξέρετε ότι...

    наско́лько мне изве́стно — απ'ότι ξέρω

    Русско-греческий словарь > известно

  • 13 куда

    куда 1. (вопрос) πού· \куда ты идёшь? πού πας; \куда идёт этот автобус? πού πηγαίνει αυτό το λεωφορείο; я не знаю, \куда он ушёл δεν ξέρω πού πήγε 2. союз όπου, που· \куда бы ни... όπου κι αν...
    * * *
    1.
    ( вопрос) πού

    куда́ ты идёшь? — πού πας

    куда́ идёт э́тот авто́бус? — πού πηγαίνει αυτό το λεωφορείο

    я не зна́ю, куда́ он ушёл — δεν ξέρω πού πήγε

    2.
    союз όπου, που

    куда́ бы ни… — όπου κι αν…

    Русско-греческий словарь > куда

  • 14 много

    много πολύ* \много лет πολλά χρόνια· очень \много πάρα πολύ·\много знать ξέρω πολλά; здесь \много народу εδώ είναι πολύς κόσμος
    * * *

    мно́го лет — πολλά χρόνια

    о́чень мно́го — πάρα πολύ

    мно́го знать — ξέρω πολλά

    здесь мно́го наро́ду — εδώ είναι πολύς κόσμος

    Русско-греческий словарь > много

  • 15 насколько

    насколько κατά πόσο, καθόσο* \насколько мне известно... καθόσο ξέρω..., απ' ότι γνωρίζω
    * * *
    κατά πόσο, καθόσο

    наско́лько мне изве́стно… — καθόσο ξέρω..., απ'ότι γνωρίζω

    Русско-греческий словарь > насколько

  • 16 не

    I не όχι· δε(ν) (при глаголе)' μη(ν) (запрещение)' не только όχι μόνο' не раз όχι μόνο μια φορά я не знаю δεν ξέρω' я II не вижу δε βλέπω* не трогай! - μην πειράζεις! ◇ тем не менее παρ' όλα αυτά, παρ' όλο· не за что! τίποτε!
    * * *
    όχι; δε(ν) ( при глаголе); μη (ν) ( запрещение)

    не то́лько — όχι μόνο

    я не зна́ю — δεν ξέρω

    я не ви́жу — δε βλέπω

    не тро́гай! — μην πειράζεις!

    ••

    тем не ме́нее — παρ'όλα αυτά, παρ'όλο

    не́ за что! — τίποτε!

    Русско-греческий словарь > не

  • 17 неизвестно

    неизвестно είναι άγνωστο \неизвестно, смогу ли я прийти δεν ξέρω αν θα μπορέσω να έρθω
    * * *

    неизве́стно, смогу́ ли я прийти́ — δεν ξέρω αν θα μπορέσω να έρθω

    Русско-греческий словарь > неизвестно

  • 18 нет

    нет 1. (отрицание) όχι* δε(ν) (при глаголе)" \нет, не знаю όχι, δεν ξέρω 2. (не имеется) δεν υπάρχει, δεν υπάρχουν у меня \нет времени δεν έχω καιρό· здесь никого \нет εδώ δεν είναι κανείς· кого сегодня \нет? ποιος λείπει σήμερα;
    * * *
    1.

    нет, не зна́ю — όχι, δεν ξέρω

    2.
    ( не имеется) δεν υπάρχει, δεν υπάρχουν

    у меня́ нет вре́мени — δεν έχω καιρό

    здесь никого́ нет — εδώ δεν είναι κανείς

    кого́ сего́дня нет? — ποιος λείπει σήμερα

    Русско-греческий словарь > нет

  • 19 плавать

    плавать 1) см. плыть; не уметь \плавать δεν ξέρω κολύμπι 2) (держаться на воде) πλέω, επιπλέω 3) (путешествовать) ταξιδεύω ( με πλοίο)
    * * *
    1) см. плыть

    не уме́ть пла́вать — δεν ξέρω κολύμπι

    2) ( держаться на воде) πλέω, επιπλέω
    3) ( путешествовать) ταξιδεύω (με πλοίο)

    Русско-греческий словарь > плавать

  • 20 пока

    пока 1. наречет την ώρα ακόμη (еще)' \пока что για την ώρα* я этого \пока не знаю ακόμη δεν το ξέρω· побудьте \пока здесь μείνετε προς το παρόν εδώ 2. союз ενώ, όταν, ώσπου· \пока я разговаривал, он ушёл ενώ μιλούσα, αυτός έφυγε
    * * *
    1. нареч.

    пока́ что — για την ώρα

    я э́того пока́ не зна́ю — ακόμη δεν το ξέρω

    побу́дьте пока́ здесь — μείνετε προς το παρόν εδώ

    2. союз
    ενώ, όταν, ώσπου

    пока́ я разгова́ривал, он ушёл — ενώ μιλούσα, αυτός έφυγε

    Русско-греческий словарь > пока

См. также в других словарях:

  • ξέρω — ξέρω, παρατατ. ήξερα βλ. πίν. 217 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξέρω — και ξεύρω και ηξεύρω (Μ ξέρω και ἠξεύρω) γνωρίζω, κατέχω (α. «νομίζει ότι τά ξέρει όλα» β. «καὶ σὺ οὐδὲ τὸν Ἀλφάβητον ἠξεύρεις συλλαβῆσαι», Πρόδρ.) νεοελλ. 1. έχω γνωριμία με κάποιον, γνωρίζω κάποιον, μού είναι γνωστός κάποιος 2. φρ. α) «δεν θέλω …   Dictionary of Greek

  • ξέρω — πρτ. ήξερα 1. γνωρίζω, μου είναι γνωστό κάτι: Ήξερε τι τον περίμενε. 2. μαθαίνω, πληροφορούμαι: Ξέρεις ότι δημοσιεύτηκε η προαγωγή σου; (δηλ. έμαθες, πληροφορήθηκες;) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 'ξερῶ — ἐξερῶ , ἐξεράω evacuate pres imperat mp 2nd sg ἐξερῶ , ἐξεράω evacuate pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ἐξερῶ , ἐξεράω evacuate pres ind act 1st sg (attic epic ionic) ἐξερῶ , ἐξεράω evacuate pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γιγνώσκω — και γινώσκω (AM γιγνώσκω και γινώσκω) 1. φρ. «γνῶθι σ’ αὐτόν» γνώρισε, μάθε τον εαυτό σου 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) εγνωσμένος, η, ο γνωστός, αποδεκτός νεοελλ. (με αρθρ. ως ουσ.) «το γνώθι σ’ αυτόν» η αυτογνωσία, η αυτεπίγνωση μσν. είμαι… …   Dictionary of Greek

  • οίδα — (ΑΜ οἶδα, Α αιολ. τ. ὄϊδα) 1. γνωρίζω, ξέρω (α. «ὅς ᾔδη τά τ ἐόντα τά τ ἐσσόμενα πρό τ ἐόντα», Ομ. Ιλ. β. «ἴστω ὑπὸ τοῡ ἀδελφοῡ ἀποθανών», Ηρόδ.) 2. φρ. α) «ἕv οἶδα ὅτι οὐδὲν οἶδα» ένα πράγμα γνωρίζω, ότι τίποτε δεν γνωρίζω β) «οὐκ οἴδασι τί… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • γνωρίζω — και εγνωρίζω και ηγνωρίζω (AM γνωρίζω, Μ και ἐγνωρίζω και ἠγνωρίζω) 1. έχω μάθει, ξέρω κάτι 2. έχω γνωριμία με κάποιον, ξέρω κάποιον 3. αναγνωρίζω, παραδέχομαι κάτι 4. καθιστώ γνωστό, ανακοινώνω κάτι σε κάποιον 5. επαναφέρω στη μνήμη μου,… …   Dictionary of Greek

  • Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… …   Deutsch Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»