-
1 патрон
1. (зажимный) маш. о συνδή-κτορας (του τόρνου), το τσιμπίδι. быстросменный - γρήγορα ανταλλάξιμος - 2. эл. η υποδοχή, разг. το ντούί 3. (пуля сгильзой) το φυσίγγιο, το φυσίγγι 4. (образецдля выкраивания одежды, обуви) τοπατρόν (ξεν.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > патрон
-
2 вкрутить
-учу, -утишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -ученный, βρ: -чен, -а, -о ρ.σ.μ.βιδώνω• στρίβω, συστρέφω•вкрутить лампу в патрон βιδώνω τη λάμπα στη βάση (ντούι).
βιδώνομαι• στρίβομαι, συστρέφομαι. -
3 где
επίρ.1. ερωτ. που;•где вы работаете? που δουλεύετε;
2. τοπ. πού•вот где να που.
3. αναφ. όπου•везде хорошо где нас нет παντού είναι καλά, όπου εμείς δεν είμαστε, ή• αόρ. πα-ντούι, όπου και αν, οπουδήποτε•
где он ни останавливается... παντού, όπου κι αν αυτός σταματά... где бы то не было οπουδήποτε, παντού όπου και να μη•
больше чем где бы то ни было περσσότερο παρά πουθενά αλλού ή οπουδήποτε αλλού•
εκφρ. где ему справиться (с этим делом) που να τα βγάλει πέρα (μ’ αυτή την υπόθεση)• где (уж) ему понять! που να καταλάβει αυτός! где;• где уж; где (уж) только παντού, πανταχού•где-где παλ. α) κάπου-κάπου, εδώ κι εκεί, αραιά και που. β) παντού, -αχού.
где бы – αντί να•где бы нам плакать - песни поём – αντί να κλαίμε - τραγουδάμε. -
4 патрон
патрон 1-а α.1. πάτρωνας, προστάτης απελευθερωθέντος δούλου. || πολιούχος άγιος καθολικών.2. αφέντης, κύριος. || προϊστάμενος.патрон 2-а α.1. φυσίγγιο, φυσέκι•боевой патрон ένσφαίρο φυσίγγιο•
холостой патрон άσφαιρο φυσίγγιο.
|| κάλυκας φυσιγγίου.2. (τεχ.) το τρυπανούχο.3. βάση λάμπας, ντούι.4. ιχνάριο, αχνάρι, πατρόν (κοπτικής).5. τύπος σχεδίου σε ύφασμα.
См. также в других словарях:
ντουί — Η υποδοχή ηλεκτρικής τροφοδοσίας του λαμπτήρα. Βλ. λ. λάμπα (λάμπες πυράκτωσης). * * * το άκλ. υποδοχή ηλεκτρικών λαμπτήρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. douille < φράγκικο dulja] … Dictionary of Greek
λάμπα — Συσκευή κατάλληλη να παράγει τεχνητό φως με τη χρήση εύφλεκτων ουσιών, στερεών, υγρών ή αερίων, ή με τη μετατροπή της ηλεκτρικής ενέργειας σε φωτεινή ενέργεια. Ονομάζεται και λυχνία ή λαμπτήρας. Λ. ονομάζονται επίσης οι συσκευές που εκπέμπουν… … Dictionary of Greek