Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ντουί

См. также в других словарях:

  • ντουί — Η υποδοχή ηλεκτρικής τροφοδοσίας του λαμπτήρα. Βλ. λ. λάμπα (λάμπες πυράκτωσης). * * * το άκλ. υποδοχή ηλεκτρικών λαμπτήρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. douille < φράγκικο dulja] …   Dictionary of Greek

  • λάμπα — Συσκευή κατάλληλη να παράγει τεχνητό φως με τη χρήση εύφλεκτων ουσιών, στερεών, υγρών ή αερίων, ή με τη μετατροπή της ηλεκτρικής ενέργειας σε φωτεινή ενέργεια. Ονομάζεται και λυχνία ή λαμπτήρας. Λ. ονομάζονται επίσης οι συσκευές που εκπέμπουν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»