νίβομαι
1νίβομαι — νίβομαι, νίφτηκα βλ. πίν. 8 …
2εναπονίζω — ἐναπονίζω (Α) 1. πλένω, νίβω, ξεπλένω κάτι μέσα σε κάτι 2. μέσ. νίβομαι, πλένομαι, καθαρίζομαι …
3εξαπονίπτομαι — ἐξαπονίπτομαι (Μ) νίβομαι καλά, πλένομαι τελείως …
1νίβομαι — νίβομαι, νίφτηκα βλ. πίν. 8 …
2εναπονίζω — ἐναπονίζω (Α) 1. πλένω, νίβω, ξεπλένω κάτι μέσα σε κάτι 2. μέσ. νίβομαι, πλένομαι, καθαρίζομαι …
3εξαπονίπτομαι — ἐξαπονίπτομαι (Μ) νίβομαι καλά, πλένομαι τελείως …