μῆτιν
1Μῆτιν — Μήτις do I fem acc sg Μῆτις wisdom fem acc sg …
2μῆτιν — μῆτις wisdom fem acc sg (attic) μῆτις wisdom fem acc sg …
3μήτιν' — μήτινα , μήτις do I masc/fem acc sg μήτινα , μήτις do I neut nom/voc/acc pl μήτινι , μήτις do I dat sg μήτινε , μήτις do I nom/voc/acc dual …
4αλώπηξ — (Αστρον.). Αστερισμός που αποτελείται από πολλούς αμυδρούς αστέρες. Ο αστερισμός αυτός βρίσκεται ανάμεσα στους αστερισμούς Βέλος και Κύκνος. Από τους αστέρες του ο 8ος, που βρίσκεται στα νότια του Β του Κύκνου, είναι διπλός και αποτελείται από… …
5ερέσσω — (Α ἐρέσσω και αττ. τ. ἐρέττω) [ερέτης] κωπηλατώ, τραβώ κουπί, θέτω κάποιο σκάφος σε κίνηση με κουπιά αρχ. 1. κινούμαι γρήγορα κωπηλατώντας 2. (ενεργ. και παθ.) κινώ γρήγορα, θέτω σε γρήγορη κίνηση («πτερύγων ἐρετμοῑσιν ἐρεσσόμενοι» προχωρούν… …
6εφυφαίνω — ἐφυφαίνω (Α) υφαίνω μέσα ή πάνω σε κάτι, παρεμβάλλω και κάτι άλλο στο υφάδι («δολίην ἐπὶ μῆτιν ὑφαίνων», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ὑφαίνω] …
7πάμπρωτος — πάμπρωτος, ώτη, ον (Α) 1. πρώτος από όλους, ολόπρωτος, πρώτιστος («πάμπρωτος ὑφαίνειν ἤρχετο μῆτιν Νέστωρ», Ομ. Ιλ.) 2. (το ουδ. εν. και πληθ. ως επίρρ.) πάμπρωτον και πάμπρωτα και παμπρώτιστα πρωτίστως, πρώτα πρώτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + πρῶτος] …
8συν — σύν ΝΜΑ, και ξὺν και βοιωτ. τ. σούν Α (κύρια μονοσύλλαβη πρόθεση, στη νεοελλ. κυρίως σε λόγια χρήση, η οποία συντάσσεται με δοτική) 1. μαζί, από κοινού (α. «συν γυναιξί και τέκνοις» β. «ἐπαιδεύετο σὺν τῷ ἀδελφῷ», Ξεν.) 2. με τη βοήθεια (α. «συν… …
9υφαίνω — ὑφαίνω, ΝΜΑ, και φαίνω Ν, και επικ. τ. ὑφάω Α συμπλέκω νήματα με τον υφαντικό ιστό προκειμένου να κατασκευάσω ύφασμα (α. «τήν πήραν και τήν βάλανε στον αργαλειό να υφάνει», δημ. τραγούδι β. «καί κεν ἐν Ἄργει ἐοῡσα, πρὸς ἄλλης ἱστὸν ὑφαίνοις», Ομ …