1φθονήσῃς — φθονέω bear ill will aor subj act 2nd sg …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
2εύγμα — εὖγμα, τὸ (Α) 1. καύχημα («κενὰ εὔγματα εἰπών», Ομ. Οδ.) 2. πληθ. τὰ εὔγματα οι ευχές, οι προσευχές («μηδέ μοι φθονήσῃς εὐγμάτων», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευχ (εύχομαι) + κατάλ. μα] …
Dictionary of Greek