μικρόν
1μικρόν — το μετρολ. παλαιότερη, μη χρησιμοποιούμενη σήμερα, ονομασία τής μονάδας μήκους μικρόμετρο …
2μικρόν — μῑκρόν , μικρός small masc acc sg μῑκρόν , μικρός small neut nom/voc/acc sg μῑκρόν , σμικρός small masc acc sg μῑκρόν , σμικρός small neut nom/voc/acc sg …
3μικρός — ή, ό (ΑΜ μικρός και σμικρός, όν, θηλ. μικρά και σμικρά Α και δωρ. και ιων. τ. μικκός, όν) 1. αυτός που έχει μικρές διαστάσεις, που είναι περιορισμένος ως προς το μήκος, το μέγεθος, τον όγκο ή την επιφάνεια (α. «μικρό χωράφι» β. «Τυδεύς τοι μικρὸς …
4ՓՈՔՐ — (քու քուէ, քունք, քունց, քումբք.) NBH 2 0960 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c, 10c, 11c, 12c, 14c ա. μικρός parvus, parvulus, paucus, pauxillus ἑλάττων, σσων minor ἑλάχιστος minimus. որ եւ ՓՈՔՐԻԿ. Նուազ՝… …
5нѣчьто — (381) мест. неопр. 1. Нечто, чтото: грѣха дѣлѧ малъмь нѣчимь опечѧлихъ и. Изб 1076, 88; аште принесеши даръ свои къ алтареви. и тѹ помѧнеши ˫ако братъ твои нѣчьто имать на тѧ. (τι) Там же, 188 об.; то же ПНЧ 1296, 87 об.; ПНЧ XIV, 31г; ст҃ославъ… …
6Liste griechischer Phrasen/My — My Inhaltsverzeichnis 1 Μαιευτική τέχνη …
7Metanoeite — My Inhaltsverzeichnis 1 Μαιευτική τέχνη …
8Störe meine Kreise nicht! — My Inhaltsverzeichnis 1 Μαιευτική τέχνη …
9παυνί — Α (κατά τον Ησύχ.) «παυνί μικρόν οἱ δὲ μέγα ἢ ἀγαθόν». [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. που παραδίδει ο Ησύχ. παυνί μικρόν οἱ δὲ μέγα ἢ ἀγαθόν, παῦνις ἀπόχρεως, παῦνον μέγα, παραμένουν αμφίβολοι και δυσερμήνευτοι. Ωστόσο, ο τ. παυνί μικρόν, αν είναι σωστός, θα… …
10ՍԱԿԱՒ — (ուց, ուց.) NBH 2 0684 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c, 11c, 14c ա. ὁλίγος, η, ον, μικρός, ρά, ρόν paucus, a, um ὁλιγοστός perpaucus, paucissimus ἑλάττων, σσον, ἤττον, ἤσσον minor, minus βραχύς, χύ brevis, ve,… …