μην πείς

  • 1λόγος — I Η ομιλία, η λαλιά του ανθρώπου ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας. Βλ. λ. γλώσσα. Λ. επίσης ονομάζεται η λογική. Βλ. λ. λογική. II (Μαθημ.). Ας είναι Α και Β δύο ομοειδή γεωμετρικά μεγέθη, για παράδειγμα, δύο ευθύγραμμα τμήματα· ενδέχεται φυσικά …

    Dictionary of Greek

  • 2τσιμουδιά — η, Ν 1. πολύ σιγανή, αδύναμη φωνή 2. φρ. «μην βγάλεις τσιμουδιά!» ή, απλώς, «τσιμουδιά!» (ως προσταγή) μην πεις λέξη, μην βγάλεις άχνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, η λ. έχει προέλθει από συμφυρμό τών τ. τσίτο «σιωπή» και μουτιά «σιωπή»] …

    Dictionary of Greek

  • 3λέξη — η (AM λέξις) 1. το μικρότερο στοιχείο τού προφορικού ή γραπτού λόγου με το οποίο εκφράζεται μια έννοια ή μια σχέση και το οποίο είναι φθόγγος ή αυτοτελές σύνολο φθόγγων (α. «άκλιτη λέξη» β. «μονοσύλλαβη λέξη» γ. «ἡ γὰρ λέξις αὕτη τοῡτο σημαίνει… …

    Dictionary of Greek

  • 4μεγάλος — η, ο και μέγας, μεγάλη, μέγα (ΑM μέγας, μεγάλη, μέγα, Μ και μεγάλος, η, ο[ν], ουδ. και μέγαν) 1. αυτός που υπερβαίνει τον μέσο όρο, αυτός τού οποίου οι διαστάσεις ξεπερνούν τις συνήθεις (α. «μεγάλη ζωή» β. «μεγάλος χώρος» γ. «μεγάλη δόξα» δ.… …

    Dictionary of Greek

  • 5καρυδώνω — καρύδωσα, καρυδώθηκα, καρυδωμένος, στρίβω το λαρύγγι κάποιου και τον σκοτώνω: Μην πεις τίποτα, γιατί θα σε καρυδώσω …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 6φθάνω — ΝΜΑ, και φτάνω Ν, και φθάζω ΜΑ 1. (για πρόσ. και πράγμ.) καταλήγω εκεί όπου κατευθύνομαι, έρχομαι κάπου (α. «τί ώρα θα φτάσουμε στο νησί;» β. «μέχρι εδώ φτάνει η μυρουδιά τών λουλουδιών» γ. «φθάσε σήμερον γοργὸν νὰ πᾷς στὸν μύλον», Πρόδρ. δ.… …

    Dictionary of Greek

  • 7λέγω — και λέω (AM λέγω, Μ και λέω) 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ (α. «ο καθένας είπε τις απόψεις του» β. «λεγέτω μὲν οὖν περὶ αὐτοῡ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει», Θουκ. γ. «ἔλεξαν ὑπὲρ τῶν στρατηγῶν τάδε», Ξεν.) 2. φρονώ, νομίζω (α. «τί λες… …

    Dictionary of Greek

  • 8παπάς — I Επώνυμο δύο Ελλήνων λογίων. 1. Άνθιμος. Λόγιος του 19ου αι. Καταγόταν από τα Τρίκαλα της Θεσσαλίας. Δίδαξε στην ελληνική σχολή του Νουσάτζ της Ουγγαρίας (1806 10) και σε εκείνην της Βουδαπέστης από το 1811. Στην τελευταία αυτή πόλη κυκλοφόρησε… …

    Dictionary of Greek

  • 9Goin' Through — Esta página o sección está siendo traducida del idioma Idioma no definido en la plantilla {{obtener idioma}}, añádelo a partir del artículo Goin Through, razón por la cual puede haber lagunas de contenidos, errores sintácticos o escritos sin …

    Wikipedia Español

  • 10έτοιμος — η, ο (ΑΜ ἕτοιμος, η, ον και ἕτοιμος, ον Α και ἑτοῑμος, η, ον και ἑτοῑμος, ον) 1. ο παρασκευασμένος, ο προετοιμασμένος για κάτι, ο πρόχειρος, ο διαθέσιμος, ο κατάλληλος για άμεση χρήση (α. «ὀνείαθ ἑτοῑμα προκείμενα», Ομ. Οδ. β. «καί τοι ταῡτα… …

    Dictionary of Greek