με τη διαταγή
1διαταγή — command fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
2διαταγή — Εντολή, προσταγή· επίσης το έγγραφο στο οποίο αναγράφεται η διαταγή. δ. πληρωμής (Νομ.). Όταν πρόκειται για χρηματικές απαιτήσεις που αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, μπορεί να ζητηθεί από τον δικαστή η έκδοση δ. πληρωμής με… …
3διαταγή — η 1. δεσμευτική επιταγή, εντολή από ανώτερη του λήπτη αρχή, γραπτή ή προφορική: Μην παραπονιέσαι σε μένα, γιατί εκτελώ απλά διαταγή του διευθυντή. 2. το έγγραφο της εντολής: Το επιτελικό γραφείο έστειλε σήμερα δυο καινούριες διαταγές …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4διαταγῇ — διατάσσω appoint aor subj pass 3rd sg διατάσσω appoint aor subj pass 3rd sg διατάσσω appoint aor subj pass 3rd sg διαταγή command fem dat sg (attic epic ionic) …
5διαταγῆι — διαταγῇ , διατάσσω appoint aor subj pass 3rd sg διαταγῇ , διατάσσω appoint aor subj pass 3rd sg διαταγῇ , διατάσσω appoint aor subj pass 3rd sg διαταγῇ , διαταγή command fem dat sg (attic epic ionic) …
6διαταγαῖς — διαταγή command fem dat pl …
7διαταγαί — διαταγή command fem nom/voc pl …
8διαταγῆς — διαταγή command fem gen sg (attic epic ionic) …
9διαταγήν — διαταγή command fem acc sg (attic epic ionic) …
10διαταγῶν — διαταγή command fem gen pl …