με σιγουριά

  • 1σιγουριά — η 1. ασφάλεια: Δεν υπάρχει καμιά σιγουριά σ αυτή τη δουλειά που κάνει. 2. βεβαιότητα: Το λες αυτό με σιγουριά; …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 2σιγουριά — η, Ν [σίγουρος] 1. ασφάλεια, σταθερότητα («όταν οδηγώ το αυτοκίνητο με μικρή ταχύτητα, αισθάνομαι σιγουριά») 2. βεβαιότητα …

    Dictionary of Greek

  • 3Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …

    Dictionary of Greek

  • 4άδεια — Η ελευθερία να κάνει κανείς ό,τι θέλει· έγγραφο παροχής ελεύθερης ενέργειας σε ορισμένο ζήτημα (π.χ. ά. γάμου)· ευκαιρία, ελεύθερος χρόνος και, στα αρχαία ελληνικά, αφοβία, ασφάλεια και αμνηστία. ά. απόπλου. Η ά. για την αναχώρηση ενός πλοίου από …

    Dictionary of Greek

  • 5αδεής — (I) ἀδεής, ές (Α) 1. αυτός που δεν φοβάται κάτι, άφοβος, θαρραλέος 2. που δεν προκαλεί ανησυχία ή άγχος, ασφαλής, σίγουρος 3. που δεν προξενεί φόβο, ο μη τρομακτικός 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀδεές ασφάλεια, σιγουριά 5. επίρρ. ἀδεῶς α) χωρίς φόβο ή… …

    Dictionary of Greek

  • 6αμεριμνία — ἀμεριμνία, η (AM) [ἀμέριμνος] 1. αμεριμνησία, ξενοιασιά 2. ασφάλεια, σιγουριά …

    Dictionary of Greek

  • 7ασφάλεια — Σύμβαση με την οποία ο ασφαλιστής, με αντάλλαγμα την καταβολή ορισμένου ποσού (που ονομάζεται ασφάλιστρο), αναλαμβάνει την υποχρέωση να αποζημιώσει τον ασφαλιζόμενο μέσα στα όρια της συμφωνίας, για τη ζημιά που έπαθε από ένα ατύχημα (α. κατά… …

    Dictionary of Greek

  • 8ασφάλιση — η (Μ ἀσφάλισις) εξασφάλιση, ασφάλεια, σιγουριά νεοελλ. 1. η ένωση προσώπων που είναι εκτεθειμένα σε ομοειδείς κινδύνους και έχουν αυτοτελείς αμοιβαίες αξιώσεις για ασφαλιστική παροχή …

    Dictionary of Greek

  • 9ασφαλής — ( ούς), ές (AM ἀσφαλής, ές) Ι. 1. αυτός που δεν κινδυνεύει να πέσει, ο στερεός 2. εκείνος που παρέχει ασφάλεια, σιγουριά 3. (για λόγους ή καταστάσεις) αναμφισβήτητος, ακριβής 4. φρ. «εκ του ασφαλούς», «εξ ασφαλούς» από ασφαλή, σίγουρη θέση, χωρίς …

    Dictionary of Greek

  • 10βεβαίωση — Η δήλωση ενός προσώπου ή μιας αρχής για την ύπαρξη ή ανυπαρξία μιας κατάστασης ή ενός γεγονότος. Ενδιαφέρει το δίκαιο από πολλές απόψεις και αναφέρεται πολύ συχνά στους νόμους, ως αναγκαία προϋπόθεση για τη δημιουργία ή τη μεταβολή μιας έννομης… …

    Dictionary of Greek