με πιάνει ρίγος
1αναριγώ — με πιάνει ρίγος, ανατριχιάζω …
2ριγώ — ( είς, εί κτλ.), ησα, με πιάνει ρίγος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3φρίττω — έφριξα 1. αμτβ., αισθάνομαι φρικίαση, με πιάνει ρίγος (από πυρετό, φόβο, συγκίνηση), φρικιάζω, ανατριχιάζω. 2. αισθάνομαι φρίκη, αηδιάζω, εκπλήσσομαι με αποτροπιασμό ή φόβο, σηκώνεται το πετσί μου: Έφριξε σαν τ άκουσε …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4φρικιάζω — φρίκιασα, αμτβ. 1. αισθάνομαι φρικίαση, με πιάνει ρίγος (εξαιτίας πυρετού, φόβου, χαράς κτλ.), ανατριχιάζω. 2. αισθάνομαι φρίκη, νιώθω αποτροπιασμό, φρίττω, σηκώνεται το πετσί μου …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5τρεμούλα — η, Ν 1. τρεμουλιαστή κίνηση, τρεμούλιασμα 2. ρίγος από κρύο, ανατριχίλα 3. μεγάλος φόβος, τρόμος («μόλις σκοτεινιάσει, τήν πιάνει τρεμούλα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρέμω + κατάλ. ούλα (πρβλ. ραχ ούλα)] …