μετεωρολογικός
1μετεωρολογικός — skilled in meteorology masc nom sg …
2μετεωρολογικός — ή, ό (Α μετεωρολογικός, ή, όν) [μετεωρολόγος] (αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μετεωρολογία ή στον μετεωρολόγο νεοελλ. α) «μετεωρολογικός σταθμός» ειδικό εργαστήριο για την παρατήρηση, μέτρηση, καταγραφή και εκτίμηση, με ειδικά όργανα, τών… …
3μετεωρολογικός — ή, ό ο σχετικός με τη μετεωρολογία: Οι μετεωρολογικές προβλέψεις …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4μετεωρολογικά — μετεωρολογικός skilled in meteorology neut nom/voc/acc pl μετεωρολογικά̱ , μετεωρολογικός skilled in meteorology fem nom/voc/acc dual μετεωρολογικά̱ , μετεωρολογικός skilled in meteorology fem nom/voc sg (doric aeolic) …
5μετεωρολογικῶν — μετεωρολογικός skilled in meteorology fem gen pl μετεωρολογικός skilled in meteorology masc/neut gen pl …
6μετεωρολογικόν — μετεωρολογικός skilled in meteorology masc acc sg μετεωρολογικός skilled in meteorology neut nom/voc/acc sg …
7μετεωρολογικοῖς — μετεωρολογικός skilled in meteorology masc/neut dat pl …
8μετεωρολογικοί — μετεωρολογικός skilled in meteorology masc nom/voc pl …
9μετεωρολογικῆς — μετεωρολογικός skilled in meteorology fem gen sg (attic epic ionic) …
10μετεωρολογικῇ — μετεωρολογικός skilled in meteorology fem dat sg (attic epic ionic) …