μεταφράζω στα ελληνικά
1εξελληνίζω — (AM ἐξελληνίζω) 1. μεταβάλλω κάποιον σε Έλληνα ή κάτι σε ελληνικό 2. δίνω σε ξένες λέξεις ελληνικό τύπο («εξελληνισμένες λέξεις») μσν. μεταφράζω στα Ελληνικά …
2εξελληνίζω — εξελλήνισα, εξελληνίστηκα, εξελληνισμένος, μτβ. 1. (για ανθρώπους), μεταβάλλω κάποιον σε Έλληνα, άτομο άλλης εθνικότητας το κάνω να μιλάει και να αισθάνεται σαν Έλληνας: Πολλοί Βαυαροί του Όθωνα εξελληνίστηκαν. 2. (για πράγματα), μεταβάλλω κάτι… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3μεταφέρω — μετάφερα και μετέφερα, μεταφέρθηκα, μεταφερμένος 1. φέρνω κάτι από έναν τόπο σε άλλο, μετακινώ: Το φορτηγό μετάφερε ζωοτροφές. 2. μτφ., μεταγλωττίζω, μεταφράζω: Η Θεία Κωμωδία μεταφέρθηκε στα ελληνικά …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)