μετανοια
1μετανοία — μετανοίᾱ , μετάνοια change of mind fem nom/voc/acc dual …
2μετανοίᾳ — μετανοίᾱͅ , μετάνοια change of mind fem dat sg (attic doric aeolic) …
3μετάνοια — change of mind fem nom/voc sg …
4μετάνοια — Πράξη με τη βοήθεια της οποίας αποκαθίστανται στις διάφορες θρησκείες οι σχέσεις μεταξύ θεότητας και ανθρώπου, οι οποίες διαταράχτηκαν στα πλαίσια κάποιας αμαρτίας. Τόσο στην Ορθόδοξη όσο και στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, η μ. αποτελεί ένα από τα… …
5μετάνοια — η 1. αλλαγή γνώμης ή απόφασης, μετάνιωμα, μεταμέλεια: Η μετάνοιά του τους έπεισε να τον εμπιστευτούν και πάλι. 2. ψυχική συντριβή ή ντροπή για αμάρτημα που διέπραξα: Δάκρυα μετάνοιας. 3. γονυκλισία, προσκύνηση: Αμάρτησε και τώρα κάνει μετάνοιες… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
6μετανοίας — μετανοίᾱς , μετάνοια change of mind fem acc pl μετανοίᾱς , μετάνοια change of mind fem gen sg (attic doric aeolic) …
7μετανοίαι — μετανοίᾱͅ , μετάνοια change of mind fem dat sg (attic doric aeolic) …
8μετανοίαν — μετανοίᾱν , μετά , ἀνά οἰάω imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) μετανοίᾱν , μετά , ἀνά οἰάω imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …
9μετανοιῶν — μετάνοια change of mind fem gen pl …
10μετανοίαις — μετάνοια change of mind fem dat pl …