-
1 μελαγχολία
[мэланхолиа] ουσ. Θ. меланхолия.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μελαγχολία
-
2 тоска
тоска ж 1) η μελαγχολία, η βαρυθυμία; \тоска по родине η νοσταλγία (της πατρίδας) 2) (скука) η ανία, η πλήξη* * *ж1) η μελαγχολία, η βαρυθυμίαтоска́ по ро́дине — η νοσταλγία (της πατρίδας)
2) ( скука) η ανία, η πλήξη -
3 уныние
уны||ниес ἡ ἀθυμἰα, ἡ κατάθλιψη, ἡ μελαγχολία:наводить \уныниение φέρνω κατάθλιψη· впадать в \уныниение μέ πιάνει μελαγχολία. -
4 хандра
хандр||аж ἡ μελαγχολία:на меня́ напала \хандра μ' ἐπιασε μελαγχολία. -
5 хандра
-ы θ.(από το ελλην ικό υποχοντρ ία)• μελαγχολία, σπλην, ζόφος ψυχής•впасть в -у πέφτω σε μελαγχολία.
-
6 меланхолик
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > меланхолик
-
7 грусть
грустьж ἡ λύπη, ἡ θλίψη [-ις], ἡ μελαγχολία. -
8 депрессия
депрессияже1. ἡ οἰκονομική κατάπτωση, ἡ Οφεση, ἡ καχεξία·2. мед. ἡ κα-τάθλιψηΓ-ις}, ἡ μελαγχολία. -
9 меланхолия
меланхол||ияж ἡ μελαγχολία -
10 развеиваться
разве||иватьсяпрям., перен σκορπίζω (άμετ.), σκορπίζομαι, διαλύομαι:пыль \развеиватьсяялась ἡ σκόνη σκόρπισε· тоска \развеиватьсяялась ἡ μελαγχολία πέρασε. -
11 смертный
смертн||ыйприл1. ἐπιθανάτιος, νεκρικός, τοῦ θανάτου:\смертныйый час ἡ ὠρα τοῦ θανάτου· на \смертныйом одре στήν ἐπιθανάτια κλίνη· \смертныйые случаи οἱ θάνατοι, οἱ περιπτώσεις θανάτου·2. (подверонхнный смерти) θνητός:человек смертен ὁ ἀνθρωπος εἶναι θνητός·3. (приводящий κ смерти) θανατικός, θανατηφόρος:\смертныйый приговор ἡ καταδίκη σέ θάνατο· \смертныйая казнь ἡ θανατική ποινή, ἡ ἐκτελεση [-ις]·4. перен· (сильный, жестокий) ἀφόρητος, θανάσιμος:\смертныйая ску́ка (тоска́) θανάσιμη πλήξη (μελαγχολία)· б. м ὁ θνητός:простой \смертныйый ὁ κοινός θνητός. -
12 тихий
тих||ийприл1. (негромкий) σιγανός, ἀθόρυβος:\тихий звук (стук) ὁ σιγανός ἡχος (χτύπημα)· \тихийие шаги τά ἀθόρυβα βήματα· \тихий смех τό ἀθόρυβο γέλιο· \тихийое журчание ручья τό σιγανό κελάρισμα τοῦ ρυακιοῦ· говорить \тихийим голосом (ό)μιλῶ μέ σιγανή φωνή, (ό)μιλῶ χαμηλο-φωνα·2. (безмолвный) σιωπηρός, σιωπι-λός, ήσυχος:\тихийая ночь ἡ ήσυχη νύχτα· \тихийая радость ἡ σιωπηλή χαρά· \тихийая грусть ἡ μελαγχολία·3. (спокойный) ήσυχος, ήρεμος/ γαλήνιος (о человеке):\тихийая улица ήσυχος δρόμος· \тихий нрав ήρεμος χαρακτήρας· \тихий сои ήσυχος ὑπνος·4. (легкий, не сильный) ἐλαφρός:\тихий ветерок τό ἐλαφρό ἀεράκι· \тихий шелест τό ἐλαφρό θρόισμα·5. (медленный) ἀργός, βραδύς:\тихий ход βραδυπορία, ἀργά· ◊ в \тихийом о́муте черти водятся погов. ἀπό σιγανό ποτάμι νά φοβάσαι. -
13 тоска
тоск||аж1. ἡ μελαγχολία, ἡ θλίψη, ἡ βαρυθυμιά/ τό μαράζι (томление):\тоска по ро́дние ἡ νοσταλγία· предсмертная \тоска ἡ ἐπιθανάτιος (αγωνία)·2. (скука) ἡ ἀνία, ἡ πλήξη:наводить \тоскау́ προκαλώ πλήξη· разогнать \тоскау́ διασκεδάζω τήν ἀνία μου. -
14 тоскливо
тоск||ли́во1. нареч βαρύθυμα, καταθλιπτικά, μελαγχολικά·2. предик безл:мне \тоскливоли́во а) νοιώθω μελαγχολία, б) πλήττω (скучно). -
15 тоскливый
тоск||ливыйприл μελαγχολικός, ραρύθυμος:\тоскливыйли́вое настроение ἡ μελαγχολία· \тоскливыйли́вая погода ὁ καταθλιπτικός καιρός. -
16 черный
черн||ыйприл β разн. знач. μαύρος, μέλας:\черныйая краска ἡ μαύρη μπογιά· \черныйые мысли οἱ μαύρες σκέψεις· \черныйые дни οἱ μαῦρες ἡμέρες· про \черный день γιά ὠρα ἀνάγκης· \черныйая неблагодарность ἡ μεγάλη ἀχαριστία· \черныйые силы οἱ μαύρες δυνάμεις· \черный ход ἡ πίσω πόρτα τοῦ σπιτιοῦ· \черныйая лестница ἡ σκάλα τής ὑπηρεσίας· \черныйая работа ἡ χονδρή δουλειά, ἡ χοντροδου-λειά· ◊ \черныйое дерево ὁ Εβενος, τό ἀμπα-νόζι· \черныйая биржа ἡ μαύρη ἀγορά· \черныйый глаз τό χακό μάτι· \черныйая доска ὁ μαύρος πίνακας· \черныйое золото τό κάρβουνο· \черныйая металлу́ргия ἡ σιδηρομεταλλουργία· \черныйая меланхолия ἡ μαύρη μελαγχολία· \черный хлеб τό μαῦρο ψωμί· \черныйая икра τό μαύρο χαβιάρι· \черный· ко́фе ὁ καφές· \черныйые списки ὁ μαύρος κατάλογος (или πίνακας)· \черныйые сотни οἱ μαῦρες ἐκατονταρχιες· держать кого-л. в \черныйом теле κακομεταχειρίζομαι κάποιον видеть все в \черныйом свете τά βλέπω ὅλα μαῦρα· называть белое \черныйым λέω τή μέρα νύχτα· между ними \черныйая кошка пробежала κάποιος τους μάτιαξε· \черныйым по белому (написано) καθαρά ξεκάθαρα γραμμένο. -
17 депрессия
[ντιπριέσσιγια] οοσ. θ. μελαγχολία -
18 меланхолия
[μιλανχόλτγια] ουσ. θ. μελαγχολία -
19 тоска
[τασκά] ουσ. θ. μελαγχολία -
20 хандра
[χανντρά] ουσ. θ. μελαγχολία
См. также в других словарях:
μελαγχολία — μελαγχολίᾱ , μελαγχολία atrabiliousness fem nom/voc/acc dual μελαγχολίᾱ , μελαγχολία atrabiliousness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελαγχολία — Σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από συνεχή και επίμονη θλίψη, υπερβολική και ανεξήγητη με βάση τους εξωτερικούς παράγοντες, από ελάττωση όλων των ψυχικών λειτουργιών, από αίσθημα ανικανότητας, ανεπάρκειας και ενοχής, από τάση αυτοκαταστροφής που σε… … Dictionary of Greek
μελαγχολίᾳ — μελαγχολίαι , μελαγχολία atrabiliousness fem nom/voc pl μελαγχολίᾱͅ , μελαγχολία atrabiliousness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελαγχολία — η διαρκής και επίμονη θλίψη: Μετά το διαζύγιο έπεσε σε μελαγχολία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μελαγχολίας — μελαγχολίᾱς , μελαγχολία atrabiliousness fem acc pl μελαγχολίᾱς , μελαγχολία atrabiliousness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελαγχολίαι — μελαγχολία atrabiliousness fem nom/voc pl μελαγχολίᾱͅ , μελαγχολία atrabiliousness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελαγχολίαν — μελαγχολίᾱν , μελαγχολία atrabiliousness fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελαγχολιῶν — μελαγχολία atrabiliousness fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελαγχολίαις — μελαγχολία atrabiliousness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελαγχολίη — μελαγχολία atrabiliousness fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελαγχολίην — μελαγχολία atrabiliousness fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)