Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

μαστού

См. также в других словарях:

  • μαστοῦ — μαστός b masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ινοκυστικές αλλαγές του μαστού — Καλοήθης κατάσταση του γυναικείου μαστού, που χαρακτηρίζεται από υπερπλασία του συνδετικού ιστού ή και του αδενικού επιθηλίου, σχηματισμό κυστών κλπ. Σύγχρονα έγκυρα συγγράμματα αναφέρονται στην κατάσταση αυτή ως ι. α. του μ., ενώ άλλα υιοθετούν… …   Dictionary of Greek

  • γάλα — Υγρό που εκκρίνεται από τους μαστικούς αδένες των θηλαστικών. Το γ. είναι ένα γαλάκτωμα, δηλαδή νερό με λεπτότατα λιποσφαίρια που περιέχει, εκτός από το λίπος, πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, ένζυμα, άλατα και βιταμίνες. Όλα τα συστατικά αυτά φέρονται… …   Dictionary of Greek

  • λιπόθηλος — λιπόθηλος, ον (Μ) (για τα χοιρίδια που γεννήθηκαν κατά τον χειμώνα και τα οποία απωθεί η μητέρα τους από τη θηλή τού μαστού λόγω ελλείψεως γάλακτος) στερημένος τής θηλής τού μαστού, στερημένος τού μαστού. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(o) * + θηλος(< θηλή) …   Dictionary of Greek

  • μαστός — Αδενικό όργανο, το οποίο στον άντρα είναι υπολειμματικό και μη λειτουργικό, στη γυναίκα όμως αναπτύσσεται πλήρως και αποτελεί το όργανο του θηλασμού. Οι μ. υπάγονται στα όργανα της αναπαραγωγής· το αδενικό τους στοιχείο είναι ορμονοεξαρτώμενο και …   Dictionary of Greek

  • θηλή — (Ανατ.). Επιστημονική ονομασία προεξοχής της επιφάνειας ορισμένων οργάνων του σώματος. Οι πιο γνωστές θ., των οποίων η κοινή ονομασία είναι ρώγες, είναι αυτές των μαστών. Αναφέρονται και πολλές άλλες, όπως οι γευστικές θ. της γλώσσας, στις οποίες …   Dictionary of Greek

  • θηλαίος — α, ο [θηλή] ανατ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θηλή τού μαστού 2. φρ. α) «θηλαίος πόρος» ουροφόρο σωληνάριο τού νεφρού που εκβάλλει στη νεφρική θηλή β) «θηλαία άλως» η κυκλοτερής μελάγχρους επιφάνεια γύρω από τη θηλή τού μαστού …   Dictionary of Greek

  • θηλασμός — Η πρώτη μορφή διατροφής των νεογνών του ανθρώπου και γενικότερα των θηλαστικών ζώων. Οι τρόποι και η διάρκεια του θ. ποικίλλουν ανάλογα με τα διάφορα είδη. Κατά τη διάρκεια της κύησης, ο μαστός ή μαζικός αδένας υφίσταται μεταβολές από την… …   Dictionary of Greek

  • καρκίνος — Αχαλίνωτη ανάπτυξη και επέκταση ανώμαλων κυττάρων η οποία μπορεί να εμπλέκει κάθε ιστό και όργανο του σώματος. Χαρακτηριστικό του κ. είναι η τάση να εξαπλώνεται κατά συνέχεια ιστού και αιματογενώς ή λεμφογενώς δίνοντας απομακρυσμένες μεταστάσεις· …   Dictionary of Greek

  • μαστωδυνία — η ιατρ. διάχυτος πόνος τού μαστού που ακτινοβολείται προς τη μασχάλη και εμφανίζεται ιδίως κατά την προεμμηνορροϊκή φάση αλλά δεν αποτελεί ένδειξη νόσου τού μαστού …   Dictionary of Greek

  • θηλή — η 1. προεξοχή του μαστού, ρώγα. 2. οτιδήποτε μοιάζει ή έχει σχήμα της θηλής του μαστού: Θηλή της τρίχας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»