Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

μακριά

  • 1 μακριά

    [макриа] εκ1р. далеко, вдали, на расстоянии,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μακριά

  • 2 далеко

    далеко μακριά ещё \далеко ид ти? είναι ακόμα μακριά; έχου με πολύ δρόμο ακόμα; очень \далеко πολύ μακριά не очень \далеко όχι πολύ μακριά ◇ \далеко за полночь αργά μετά τα μεσάνυχτα
    * * *

    ещё далеко́ идти́? — είναι ακόμα μακριά; έχουμε πολύ δρόμο ακόμα

    о́чень далеко́ — πολύ μακριά

    не о́чень далеко́ — όχι πολύ μακριά

    ••

    далеко́ за́ полночь — αργά μετά τα μεσάνυχτα

    Русско-греческий словарь > далеко

  • 3 далеко

    κ. далеко
    1. επίρ. μακριά, αλάργα, πέρα, απόμακρα•

    я живу далеко от вас ζω μακριά από σας.

    2. ως κατηγ. είναι μακριά•

    до фронта отсюда далеко το πολεμικό μέτωπο απ’ εδώ είναι μακριά•

    ему далеко до совершенства απέχει πολύ από του να γίνει τέλειος.

    3. (με την πρόθεση «В» κ. ουσ.) βαθιά•

    зайти далеко в лес μπαίνω βαθιά στο δάσος.

    εκφρ.
    далеко за... – α) αργά, πάρωρα•
    далеко за полночь – αργά μετά τα μεσάνυχτα, β) πολύ περισοότερο απο, πάνω απο•
    ему далеко за сорок – είναι πολύ περισσότερο από σαράντα (χρόνια)•
    далеко не – καθόλου διόλου•
    далеко не трус – δεν είναι καθόλου δειλός•
    далеко не глуп – δεν είναι καθόλου κουτός•
    далеко до... – δε φτάνει πολύ, θέλει (χρειάζεται) πολύ ακόμα•
    ему далеко до меня – θέλει πολύ ακόμα για να με φτάσει•
    далеко не уедешь ή не уйдешь – μακριά δε θα πας (δε θα πετύχεις το σκοπό σου, δε θα προοδέψεις)•
    далеко пойти – κάνω την καριέρα μου, προοδεύω, διαπρέπω, προκόβω•
    с его способностями он пойдет – με τις ικανότητες που έχει θα προκόψει πολύ•
    далеко зайти – προχωρώ πολύ•
    выходить -за... – ξεπερνώ τα όρια...

    Большой русско-греческий словарь > далеко

  • 4 вдалеке

    вдалеке, вдали μακριά, πέρα \вдалеке от... μακριά από...
    * * *
    = вдали
    μακριά, πέρα

    вдалеке́ от... — μακριά από...

    Русско-греческий словарь > вдалеке

  • 5 издалека

    издалека, издали από μακριά* мы приехали издалека ήρθαμε από μακριά
    * * *
    = издали

    мы прие́хали издалека́ — ήρθαμε από μακριά

    Русско-греческий словарь > издалека

  • 6 недалеко

    κ. недалко
    επίρ.
    όχι μακριά, κοντά, σιμά, πλησίον, εγγύς, я живу недалеко от театра εγώ ζω κοντά στο θέατρο•

    ему недалеко идти αυτός δεν έχει μεγάλο δρόμο να κάνει•

    на таких клячах недалеко уедешь με τέτοια παλιάλογα δε θα πας μακριά•

    до дому уже недалеко ως το σπίτι πια δεν είναι μακριά (κοντεύομε να φτάσομε).

    εκφρ.
    недалеко ходить ή идти – μη πας μακριά (έχομε δικό μας |ή πρόσφατο παράδειγμα).

    Большой русско-греческий словарь > недалеко

  • 7 вдали

    επίρ.
    μακριά, στο βάθος•

    вдали виднелись окопы неприятеля μακριά φαίνονταν τα χαρακώματα του εχθρού•

    вдали от суеты μακριά α-πο το θόρυβο.

    Большой русско-греческий словарь > вдали

  • 8 издалека

    κ. издалка
    επίρ.
    από μακριά•

    я ещё издалека видел его από μακριά ακόμα τον είδα•

    он приехал издалека αυτός ήρθε από μακριά.

    εκφρ.
    начать издалека – βαθμιαία μπαίνω στο θέμα (στο ψητό).

    Большой русско-греческий словарь > издалека

  • 9 прочь

    επίρ.
    στην άκρη, στην μπάντα, πέρα•

    прочь с дороги αναμέρισε από το δρόμο.

    || ως κατηγ. έξω, κάτω, μακριά•

    прочь отсюда! έξω απ εδώ!•

    прочь убийца! μακριά φονιά!•

    подите прочь πηγαίνετε έξω•

    прочь эти бумаги πάρτε αυτά τα χαρτιά απ εδώ•

    прочь печаль διώξε τη θλίψη•

    -с моих глаз μακριά να μη σε βλέπω, να μη σε δουν τα μάτια μου.

    εκφρ.
    я не прочь – δεν είμαι αντίθετος ή δεν έχω αντίρρηση.

    Большой русско-греческий словарь > прочь

  • 10 недалеко

    недалеко κοντά, πλησίον, σιμά; это \недалеко? είναι μακριά; это совсем \недалеко είναι πολύ κοντά
    * * *
    κοντά, πλησίον, σιμά

    э́то недалеко́? — είναι μακριά

    э́то совсе́м недалеко́ — είναι πολύ κοντά

    Русско-греческий словарь > недалеко

  • 11 разлука

    разлука ж о χωρισμός, ο αποχωρισμός" жить в \разлукае с кем-л. ζω μακριά από κάποιον
    * * *
    ж
    ο χωρισμός, ο αποχωρισμός

    жить в разлу́ке с кем-л. — ζω μακριά από κάποιον

    Русско-греческий словарь > разлука

  • 12 дальше

    дальше
    1. (сравнит, ст. от далекий и далеко) μακρύτερα, πιό μακριά·
    2. нареч (потом) μετά, ὑστερα, ἐπειτα:
    что же \дальше? καί ἐπειτα;· \дальше он продолжал μετά (αὐτός) συνέχισε· ◊ не видеть \дальше своего носа δέν βλέπω πιό μακριά (или πέρα) ἀπ' τή μύτη μου· \дальше! (продолжайте) παρακάτω!, συνεχίστε!

    Русско-новогреческий словарь > дальше

  • 13 аршин

    α.
    η ρωσική πήχη (0,71 μ.).
    εκφρ.
    мерить на свой аршин – κρίνω υποκειμενικά•
    аршин мерить обыкновенным ή общим -ом – κρίνω όλους αδιάκριτα το ίδιο, με τα ίδια σταθμά•
    как (словно, будто) аршин проглотил – στέκομαι άκαμπτος, κόκκαλο, κορδώνομαι υπερβολικά•
    видеть на два -а под землей – βλέπω μακριά, έχω μεγάλη διορατικότητα, οξυδέρκεια, κόβει το μάτι μακριά.

    Большой русско-греческий словарь > аршин

  • 14 верста

    -ы, αιτ. версту, κ. версту, πλθ. версты, верст θ.
    1. βέρστιο(ν).
    2. οδικός στύλος των βερστίων.
    3. άνθρωπος ψηλός, κρεμανταλάς, τηλεγραφόξυλο.
    εκφρ.
    за версту – από πολύ μακριά•
    не могу с тобой за версту разговаривать – δεν μπορώ με σένα να μιλώ από ένα χιλιόμετρο μακριά.

    Большой русско-греческий словарь > верста

  • 15 гора

    θ.
    1. βουνό, όρος•

    ледяная гора παγόβουνο•

    снежная гора χιονόβουνο (για παγοδρομίες).

    2. σωρός μεγάλος, πλήθος, στίβα•

    гора ящиков βουνό από κιβώτια.

    3. επίρ. -ой σαν βουνό (μεγάλος σωρός).
    εκφρ.
    гора на душе лежит – έχω βάρος μεγάλο στην ψυχή (σαν βουνό)•
    гора с плеч (свалилась) – μου ‘φύγε ένα μεγάλο βάρος από πάνω μου (ξαλάφρωσα)•
    -у своротить, сдвинуть – αναποδογυρίζω, κουνώ βουνά (επιτελώ μεγάλες πράξεις)•
    не за -ами – δεν είναι, μακριά, είναι κοντά, σιμά, φαίνεται•
    в -у идти (ή поднимать(ся) – ανέρχομαι τις βαθμίδες της ιεραρχίας, αναδείχνομαι•
    под -у идти ή катитьсяκ.τ.τ. παίρνω τόν κατήφορο, τόν κατιόντα κλάδο (παρακμάζω)•
    надеяться как на каменную -у – βασίζομαι, στηρίζομαι απόλυτα, (σε κάποιον)•
    пир -ой – γλέντι τρικούβερτο•
    - мышь родила – κοιλοπόνεσε βουνό και γέννησε ποντίκι ή ώδινεν όρος, έτεκε μυν (стоять) -ой за кого-что στέκομαι βουνό (ακλόνητος) στο πλευρό κάποιου•
    гора с -ой не сдвинется, а человек с человеком свидится – βουνό με βουνό δε συναντιέται, όμως ο άνθρωπος με τον άνθρωπο συναντιέται παρμ. смерть не за горами, а за плечами παρμ. ο θάνατος δεν είναι μακριά, μπορεί να επέρθει από ώρα σε ώρα, από στιγμή σε στιγμή.

    Большой русско-греческий словарь > гора

  • 16 долгий

    επ., βρ: долог, долга, долго; дольше κ. долее.
    1. μακρός, μακρύς, παρατεταμένος• μακρόχρονος•

    долгий путь μακρινός δρόμος•

    -взгляд παρατεταμένη ματιά•

    -ие аплодисменты παρατεταμένα χειροκροτήματα•

    -ая разлука μακρόχρονος χωρισμός.

    2. (γλωσ.) μακρόχρονος•

    долгий гласный μακρόχρονο φωνήεντο•

    долгий слог μακρόχρονη συλλαβή.

    εκφρ.
    - ие годы – πολλά χρόνια, επί μακρόν (χρονικόν διάστημα)•
    - ая песня – μακριά ανιαρή ιστορία•
    на -их – (μεσημ, ουσ.) παλ. ταξιδεύω μακριά με τα ίδια άλογα (χωρίς αντικατάσταση αυτών)•
    отложить на -ящик – βάζω στο χρονοντούλαπο.

    Большой русско-греческий словарь > долгий

  • 17 завезти

    -везу, -везешь, παρλθ. χρ. завез
    -везла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. завезший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. завезенный, βρ: -зен, -зена, -зено ρ.σ.
    1. μεταφέρω διερχόμενος. || μεταφέρω από μακριά.
    2. μεταφέρω, παραδίνω (εμπορεύματα, υλικά).
    3. μεταφέρω μακριά.

    Большой русско-греческий словарь > завезти

  • 18 заехать

    -еду, -едешь, προστκ. δεν έχει• ρ. σ.
    1. επισκέπτομαι περαστικός, περνώ διαβατικός. || έρχομαι να πάρω•

    я -еду за вами θα έρθω να σας πάρω•

    за мной -ли ήρθαν να με πάρουν.

    || μπαίνω εισέρχομαι•

    заехать во двор μπαίνω στην αυλή.

    2. απομακρύνομαι, προχωρώ μακριά•

    он -ал в трясину αυτός προχώρησε μακριά στο βαλτότοπο.

    3. στρίβω, στρέφω, γυρίζω• κρύβομαι•

    заехать за угол στρίβω στη γωνία,

    4. πατσίζω, χτυπώ.

    Большой русско-греческий словарь > заехать

  • 19 затащить

    -тащу, -тащишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. затащенный, βρ: -щен, -а, -о
    ρ.σ,μ.
    1. σέρνω, σύρω, τραβώ•

    затащить мешок в сарай τραβώ το τσουβάλι στην αποθήκη.

    2. μεταφέρω μακριά•

    собака -ла туфли το σκυλί πήγε τα παπούτσια μακριά.

    3. μτφ. φέρω (με βία ή με παράκληση, πειθώ)•

    затащить к себе приятеля обедать φέρω με παρακάλια το φίλο να φάμε σπίτι μου»

    (απλ.) έρχομαι• πηγαίνω.

    Большой русско-греческий словарь > затащить

  • 20 надолго

    επίρ.
    για (επί) πολύ καιρό, επί μακρόν μακριά•

    дело надолго затянулось η υπόθεση τράβηξε μακριά•

    это не надолго αυτό δεν είναι για πολύ ή δεν πάει πολύ•

    надолго ли για πολύ καιρό;

    Большой русско-греческий словарь > надолго

См. также в других словарях:

  • Μακρία — Μακρίᾱ , Μακρίη fem nom/voc/acc dual Μακρίᾱ , Μακρίη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μακρίᾳ — Μακρίᾱͅ , Μακρίη fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακριά — (Μ μακριά, μακρέα και μακρεά) επίρρ. σε μεγάλη απόσταση, απόμακρα, αλάργα («είναι μακριά από δω η πόλη») νεοελλ. 1. σε μεγάλη χρονική απόσταση («δεν είναι μακριά τα Χριστούγεννα») 2. φρ. α) «μακριά από δω» ή «μακριά από μάς» ή «μακριά από λόγου… …   Dictionary of Greek

  • μακριά — επίρρ. 1. τοπ., σε μεγάλη απόσταση: Το χωριό του είναι μακριά από την πρωτεύουσα. 2. χρον., σε μεγάλη χρονική απόσταση: Τα Χριστούγεννα είναι ακόμα μακριά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μακριά Μαλλιά — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 290 μ. 30 κάτ.) του νομού Φωκίδος. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο του νομού, στο εσωτερικό του ακρωτηρίου Άγιος Πάγκαλος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Δεσφίνας …   Dictionary of Greek

  • Μακριά Μύτη — Οικισμός (27 κάτ.) της Πάρου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πάρου του νομού Κυκλάδων …   Dictionary of Greek

  • Μαλὰ μακρία γνουν ὀλίγον. — См. У бабы волос долог, да ум короток …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • κλίνη, ναυπηγική — Μακριά πρισματική κατασκευή στην οποία ναυπηγούνται τα πλοία. Κατασκευάζεται συνήθως με τοιχοποιία ή τσιμέντο, ενώ, αν πρόκειται για μικρά σκάφη, με ξύλο. Η κλίση της ν.κ., σε σχέση με το οριζόντιο επίπεδο, πρέπει να είναι τέτοια ώστε η συνιστώσα …   Dictionary of Greek

  • ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»