μίσθωσις
1μίσθωσις — letting for hire fem nom sg …
2μισθώσει — μίσθωσις letting for hire fem nom/voc/acc dual (attic epic) μισθώσεϊ , μίσθωσις letting for hire fem dat sg (epic) μίσθωσις letting for hire fem dat sg (attic ionic) μισθόω let out for hire aor subj act 3rd sg (epic) μισθόω let out for hire fut… …
3μισθώσεις — μίσθωσις letting for hire fem nom/voc pl (attic epic) μίσθωσις letting for hire fem nom/acc pl (attic) μισθόω let out for hire aor subj act 2nd sg (epic) μισθόω let out for hire fut ind act 2nd sg …
4μισθώσεσι — μίσθωσις letting for hire fem dat pl …
5μισθώσεσιν — μίσθωσις letting for hire fem dat pl …
6μισθώση — μίσθωσις letting for hire fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) …
7μίσθωσιν — μίσθωσις letting for hire fem acc sg …
8μίσθωση — Όρος που στο ελληνικό δίκαιο δηλώνει τρία διαφορετικά είδη συμβάσεων, τη μ. εργασίας, τη μ. πράγματος και τη μ. έργου, που αποτελούσαν αρχικά, υπό τη ρωμαϊκή locatio conductio, ενιαίο τύπο σύμβασης. Η μ. εργασίας αποτελεί τη σύγχρονη διαμόρφωση… …
9μισθωσίδιον — μισθωσίδιον, τὸ (Α) πενιχρή μίσθωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μίσθωσις + υποκορ. κατάλ. ίδιον] …
10μισθώσιμος — μισθώσιμος, ον (Α) [μίσθωσις] 1. αυτός ο οποίος μπορεί να μισθωθεί ή να καταβληθεί, να πληρωθεί 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μισθώσμα τα δημόσια κτήματα τα οποία παρέχονται αντί ενοικίου …
- 1
- 2