μέσως

  • 1μέσως — (ΑM) επίρρ. βλ. μέσος …

    Dictionary of Greek

  • 2μέσως — μέσος b adverbial μέσος b masc acc pl (doric) μεσόω to be in imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3μέσος — η, ο(ν) (ΑM μέσος, η, ον, Α επικ. τ. μέσσος, βοιωτ. και κρητ. τ. μέττος) 1. (τοπ. και χρον.) αυτός που βρίσκεται μεταξύ δύο ακραίων ορίων ή μεταξύ αρχής και τέλους, μεσαίος, κεντρικός, μεσιανός 2. το κεντρικό σημείο πράγματος, το μεσαίο σημείο… …

    Dictionary of Greek

  • 4Πολωνία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Δ με τη Γερμανία και την Τσεχία, στα ΒΑ με τη Ρωσία και τη Λιθουανία, στα Α με τη Λευκορωσία και την Ουκρανία στα Ν με τη Σλοβακία, ενώ βρέχεται στα Β από τη Βαλτική θάλασσα.H Πολωνία καταλαμβάνει, στη… …

    Dictionary of Greek

  • 5ՄԻՋԱԿԱԲԱՐ — ( ) NBH 2 0278 Chronological Sequence: 8c մ. μέσως mediocriter, moderate, ut medium. Միջակ օրիանակաւ. զմիջին վիճակ յինքեան բերեալ. եւ Անխտիր. *Զգայականն՝ միջակաբար ունելով ըստ իւրում բնութեանն զիմանալւոյն եւ զնիւթականին բնութիւնս. Նիւս. կազմ …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)