Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

μένω

  • 1 μένω

    [мэно] р. оставаться, пребывать, жить,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μένω

  • 2 оставаться

    оставаться
    несов в разн. знач. μένω:
    \оставаться на зиму в деревне διαχειμάζω στό χωριό· \оставаться дома μένω στό σπίτι· \оставаться на второй год в классе μένω στήν ἰδια τάξη· \оставаться в силе (о законе) μένω ἐν ἰσχὐΓ \оставаться в живых μένω ζωντανός, ἐπιζῶ· \оставаться сиротой μένω ὁρφανός· \оставаться должным μένω χρεώστης· \оставаться без дела μένω χωρίς δουλειά· меня \оставатьсялось пять рублей μου μένουν πέντε ρούβλια· ◊ \оставаться при своем мнении κρατῶ τήν γνώμη μου, ἐπιμένω στήν ἄποψή μου· \оставаться на бумаге (о проекте) μένω στά χαρτιά· ему́ \оставатьсялось только согласиться ἀναγκάστηκε νά συμφωνήσει· ◊ \оставаться ни при чем μένω στά κρύα τοῦ λουτροῦ· \оставаться в дураках τήν παθαίνω χιώτικα· \оставаться с носом μένω μέ τήν ὀρεξη· счастливо \оставаться1 χαίρετε!

    Русско-новогреческий словарь > оставаться

  • 3 остаться

    -анусь, -анешься
    ρ.σ.
    1. μένω, παραμένω•

    не уйду, -анусь здесь δε θα φύγω, θα μείνω εδώ•

    теперь мы -лись одни τώρα εμείς μείναμε μονοί, μας.

    || διαμένω, κατοικώ•

    он -анется в деревне αυτός θα μείνει στο χωριό.

    || δεν προβιβάζομαι, δεν προάγομαι•

    он -лся на второй год в классе αυτός δεν προβιβάστηκε.

    2. (απαντά στο 3ο πρόσωπο) διατηρούμαι, παραμένω•

    закон -нется в силе ο νόμος θα παραμείνει σε ισχύ.

    || τηρούμαι, κρατιέμαι•

    дело -лось в тайне η υπόθεση παρέμεινε μυστκή.

    || υπολείπομαι, απομένω•

    -лось знать... απόμεινε να μάθω...•

    за вами -лось десять рублей μείνατε χρέος δέκα ρούβλια.

    3. είμαι, βρίσκομαι, παραμένω.
    4. μένω•

    он -лся сиротой αυτός έμεινε ορφανός•

    она -лась вдоной αυτή έμεινε χήρα•

    он -лся без денег αυτός έμεινε χωρίς χρήματα•

    остаться в выигрыше μένω κερδισμένος•

    остаться должным μένω χρεομένος•

    -в своём мнении μένω με τη γνώμη μου.

    5. χάνω στο χαρτοπαίγνιο.
    6. επαφίεμαι.
    εκφρ.
    остаться за кем – α) παραμένω στην κυριότητα κάποιου, β) μένω χρεώστης•
    остаться ни при чём – και να παραμείνω δε βγαίνει τίποτε•
    остаться ни с чем – μένω με τίποτε (στερούμαι των πάντων)•
    остаться с носом – μένω με την όρεξη (χωρίς να γευθώ τίποτε).

    Большой русско-греческий словарь > остаться

  • 4 жить

    жить ζω κατοικώ, μένω, διαμένω (проживать) я живу в Москве ζω στη Μόσχα где вы живёте? πού μένετε; я живу на улице Горького μένω στην οδό Γκόρκι
    * * *
    ζω; κατοικώ, μένω, διαμένω ( проживать)

    я живу́ в Москве́ — ζω στη Μόσχα

    я живу́ на у́лице Го́рького — μένω στην οδό Γκόρκι

    Русско-греческий словарь > жить

  • 5 остаться

    остаться β рази. знач. μένω; \остаться дома μένω σπίτι· до отхода поезда осталось десять минут μένουν δέκα λεπτά για να φύγει το τρένο; \остаться в живых επιζώ; σώζομαι
    * * *
    в разн. знач.

    оста́ться до́ма — μένω σπίτι

    до отхо́да по́езда оста́лось де́сять мину́т — μένουν δέκα λεπτά για να φύγει το τρένο

    оста́ться в живы́х — επιζώ; σώζομαι

    Русско-греческий словарь > остаться

  • 6 отстать

    -стану, -станешь, προστκ. отстань ρ.σ.
    1. μένω πίσω• βραδύνω, αργοπορώ, καθυστερώ. || δε προκάνω, δεν προφτάνω•

    отстать от поезда δεν προκάνω το τρένο.

    2. μένω τελευταίος. || μτφ. υστερώ•

    этот ученик очень -ал αυτός ο μαθητής έμεινε πολύ πίσω (στα μαθήματα)•

    отстать в развитии υστερώ στην ανάπτυξη•

    отстать от жизни μένω πίσω από τη ζωή.

    || πηγαίνω (μένω)•

    часы -ли το ρολάγι έμεινε πίσω.

    3. αποσπώμαι• ξεκολλώ πέφτω•

    штукатура -ла ο σοβάς έπεσε•

    кора -ла от ствола η φλούδα βγήκε από τον κορμό.

    || καθαρίζω•

    пятно -ло ο λεκές καθάρισε (βγήκε).

    4. ξεκόβω, αποχωρώ, κόβω σχέσεις, λύω τους δεσμούς•

    отстать от старых друзей ξεκόβω από τους παλαιούς φίλους.

    5. παρατώ, αφήνω, εγκαταλείπω• παύω να ασχολούμαι, να ενδιαφέρομαι. || ξεσυνηθίζω.
    6. παύω να ενοχλώ, αφήνω ήσυχο• παρατώ•

    отстинь от шеяа παράτα μας, άσε με ήσυχο, ξεφόρτωσε με.

    Большой русско-греческий словарь > отстать

  • 7 сидеть

    сижу, сидишь.
    επιρ. μτχ. сидя ρ.δ.
    1. κάθομαι•

    сидеть на стул κάθομαι στο κάθισμα•

    сидеть за столом κάθομαι γύρω στο τραπέζι•

    сидеть в седле κάθομαι στη σέλα•

    сидеть снова ξανακάθομαι•

    сидеть боком κάθομαι στο πλευρό.

    || είμαι, υπάρχω•

    над правым глазом -ла родинка πάνω από το δεξιό μάτι ήταν ελιά.

    2. κάνω, εκτελώ, ασχολούμαι με κάτι•

    сидеть за работой εργάζομαι, στρώνομαι στη δουλειά•

    сидеть за абдом κάθομαι να γευματίσω•

    сидеть на вслах κάθομαι στο κουπί (κωπηλατώ)•

    сидеть за чертежами ασχολούμαι με τα σχέδια•

    я не могу сидеть без дела δε μπορώ να καθίσω χωρίς να κάνω κάτι.

    || βρίσκομαι, (παρά)μένω•

    я -ел месяц в дерв-не κάθισα ένα μήνα στο χωριό•

    я -л весь день дома όλη τη μέρα ήμουν στο σπίτι•

    сидеть в гостях, μένω φιλοξενούμενος,

    3. είμαι, διατελώ•

    сидеть в тюрьме κάθομαι φυλακή•

    сидеть под арестом κάθομαι κρατούμενος•

    сидеть на диете κάνω δίαιτα.

    || καταλήγω•

    сидеть без денег μένω χωρίς λεφτά•

    сидеть без хлеба μένω χωρίς ψωνί.

    4. τοποθετούμαι, είμαι, βρίσκομαι. || μτφ. ριζώνω, φωλιάζω (στην ψυχή, μυαλό κ.τ.τ.). || εμβαπτίζομαι• βυθίζομαι, παραμένω στο νερό (για σκάφη).
    5. (για ενδυμασία) ταιριάζω στο σώμα• έρχομαι, πέφτω, κάθομαι.
    εκφρ.
    сидеть на царстве ή на престоле – βασιλεύω, κάθομαι στο θρόνο•
    сидеть на яйцах – κλωσσώ (τ αυγά)•
    сидеть сиднемβλ. στη λ. сидень.
    θέλω ή μπορώ να κάθομαι•

    ему не -лось и вышел на улицу αυτός δε μπορούσε να κάθεται μέσα και βγήκε έξω.

    Большой русско-греческий словарь > сидеть

  • 8 залежаться

    залежаться
    сов, залеживаться несов
    1. μένω ξαπλωμένος:
    \залежаться в постели πα-ραξαπλώνω στό κρεββάτι, χουζουρεύω· %. (о товаре) μένω ἀπούλητος, μένω στό ράφι·
    3. (портиться) μπαγιατεύω, πα-ληώνω.

    Русско-новогреческий словарь > залежаться

  • 9 неметь

    неме||ть
    несов
    1. βουβαίνομαι / перен μένω ἄφωνος, μένω ἀλαλος:
    \неметь от восторга μένω ἀλαλος ἀπό τόν ἐνθουσιασμό μου·
    2. (цепенеть) μουδιάζω:
    руки \неметьют от холода τά χέρια μου ξύλιασαν ἀπό τό κρύο.

    Русско-новогреческий словарь > неметь

  • 10 отставать

    отстава||ть
    несов
    1. прям.,перен (оставаться позади) μένω πίσω, καθυστερώ, ὑστερώ:
    не \отставатьть от кого-л. прям., перен μένω πίσω, καθυστερώ· \отставатьть от поезда χάνω τό τραίνο· \отставатьть в выполнении пла́на καθυστερώ στήν ἐκπλήρωση τοῦ πλάνου·
    2. перен καθυστερώ, εἶμαι καθυστερημένος:
    \отставатьть в учебе εἶμαι καθυστερημένος στά μαθήματα· \отставатьть в развитии εἶμαι καθυστερημένος στήν ἀνάπτυξη μου· \отставатьть от жизни μένω πίσω ἀπό τήν ζωή·
    3. (отделяться, отваливаться) ἀποκολλῶμαι, ἀποσπῶμαι, ξεκολ-νῶ:
    обои отстают ὁ£ ταπετσαρίες ξεκολ-λοῦν
    4. (о часах) πηγαίνω πίσω·
    5. (отвыкать) уст. ξεσυνηθίζω, ἐγκαταλείπω:
    \отставатьть от привычек ξεσυνηθίζω, κόβω τίς συνήθειες μου·
    6. (переставать надоедать) разг ἀφήνω· ήσυχο, παρατῶ:

    Русско-новогреческий словарь > отставать

  • 11 сохранять

    сохранять
    несов
    1. φυλάγω, φυλάττω, διατηρώ, διαφυλάγω/ (δια)σώζω (спасать)·
    2. (удерживать) διατηρώ, (δια)φυλάττω, φυλάγω:
    \сохранять здоровье (δια)φυλάττω τήν ὑγεία (μου)· \сохранять мир διαφυλάττω τήν είρἡνη· \сохранять за собой право ἐπιφυλάσσομαι νά..., διατηρώ γιά τόν ἐαυτό μου τό δικαίωμα· \сохранять спокойствие μένω ἀτάραχος, μένω ήρεμος· \сохранять хладнокровие τηρῶ ψυχραιμία, μένω ψύχραιμος.

    Русско-новогреческий словарь > сохранять

  • 12 лежать

    лежу, лежишь,
    επιρ. μτχ. лжа, ρ.δ.
    1. ξαπλώνω, πλαγιάζω, κοίτομαι•

    лежать на солнце ξαπλάνω στον ήλιο•

    лежать ничком ξαπλώνω μπρούμυτα•

    лежать ниц ξαπλώνω πρηνηδόν, μπρούμυτα•

    -навзничь ξαπλώνω ανάσκελα•

    лежать на боку ξαπλώνω στο πλευρό•

    лежать на спин ακουμπώ στη ραχη•

    лежать пластом ξαπλώνω φαρδιά-πλατιά.

    || μένω•

    без чувств μένω αναίσθητος•

    лежать в обморок μένω λιπόθυμος.

    || είμαι άρρωστος•

    он -ит в больнице αυτός είναι άρρωστος στο νοσοκομείο.

    || σε συνδυασμό με λέξεις της ίδιας ρίζας: «лежмя», «лежнем», «в лёжку» προσδίδει επίταση•

    в лёжку лежать ξαπλώνω φεφδιά-πλατιά.

    || κείμαι (νεκρός).
    2. (για αντικείμενα) βρίσκομαι σε οριζόντια θέση, κείμαι. || είμαι, επικάθομαι, κείμαι.
    4. εκτείνομαι•

    город -ит на берегу моря η πόλη εκτείνεται κατά μήκος της παραλίας.

    5. κάθομαι, κείμαι.
    6. περικλείνομαι, περιέχομαι.
    εκφρ.
    лежать на боку ή на печи – τεμπελιάζω•
    лежать под сукном – παίραμένω στο χρονοντούλαπό (για αιτήσεις, υποθέσεις κλπ.)• плохо лежит δεν είναι ασφαλισμένα, μπορεί να κλεφτεί•
    душа ή сердце не -ит к кому-чему – δεν είμαι καλοδιατεθημένος προς κάποιον ή για κάτι.
    ξαπλώνω, πλαγιάζω.

    Большой русско-греческий словарь > лежать

  • 13 гостиница

    гостиница ж το ξενοδοχείο остановиться в \гостиницае μένω στο ξενοδοχείο
    * * *
    ж
    το ξενοδοχείο

    останови́ться в гости́нице — μένω στο ξενοδοχείο

    Русско-греческий словарь > гостиница

  • 14 дача

    дача ж το εξοχικό σπίτι, η βίλα жить на \дачае μένω στην εξοχή, παραθερίζω
    * * *
    ж
    το εξοχικό σπίτι, η βίλα

    жить на да́че — μένω στην εξοχή, παραθερίζω

    Русско-греческий словарь > дача

  • 15 же

    I же Ι частица 1) (усилительная) λοιπόν, επί τέλους я же знаю... μα εγώ το ξέρω когда же? πότε λοιπόν; 2) (означающая тождество ) επίσης тогда же τότε ακριβώς здесь же εδώ, στο ίδιο μέρος там же εκεί πάλι тот же о ίδιος II же II союз αλλά, και, όμως он уезжает, я же остаюсь αυτός φεύγει, εγώ όμως μένω
    * * *
    I частица
    1) ( усилительная) λοιπόν, επί τέλους

    я же зна́ю... — μα εγώ το ξέρω

    когда́ же? — πότε λοιπόν

    тогда́ же — τότε ακριβώς

    здесь же — εδώ, στο ίδιο μέρος

    тот жеο ίδιος

    II союз
    αλλά, και, όμως

    он уезжа́ет, я же остаю́сь — αυτός φεύγει, εγώ όμως μένω

    Русско-греческий словарь > же

  • 16 на

    на Ι 1) (при обознач. места) (ε) πάνω' σε' για' на столе, на стол πάνω στο τραπέζι·на бумаге στο χαρτί' я живу на улице... μένω στην οδό...2) (при обознач. направления) σε, προς' я иду на концерт πηγαίνω στο κοντσέρτο* на восток προς την ανατολή 3) (при обознач. средства передвижения) με' поедем на автобусе πάμε μελεωφορείο" ехать на поезде πηγαίνω με τρένο 4) (при обознач. срока, времени) για·я приехал на две недели ήρθα για δυο βδομάδες· назначить что-л. на завтра на три часа καθορίζω κάτι για αύριο στις τρεις η ώρα' на следующий день την άλλη μέρα· на будущей неделе την προσεχή βδομάδα 5) (при обознач. меры, количества) για" σε" на двух человек για δύο άτομα' разделить на два διαιρώ στα δύο ◇ перевести на греческий язык μεταφράζω στα ελληνικά
    * * *
    I
    1) (при обознач. места) (ε)πανω; σε; για

    на столе́, на стол — πάνω στο τραπέζι

    на бума́ге — στο χαρτί

    я живу́ на у́лице… — μένω στην οδό…

    2) (при обознач. направления) σε, προς

    я иду́ на конце́рт — πηγαίνω στο κον(τ)σέρτο

    на восто́к — προς την ανατολή

    3) (при обознач. средства передвижения) με

    пое́дем на авто́бусе — πάμε με λεωφορείο

    е́хать на по́езде — πηγαίνω με τρένο

    4) (при обознач. срока, времени) για

    я прие́хал на две неде́ли — ήρθα για δυο βδομάδες

    назна́чить что-л. на за́втра на три часа́ — καθορίζω κάτι για αύριο στις τρεις η ώρα

    на сле́дующий день — την άλλη μέρα

    на бу́дущей неде́ле — την προσεχή βδομάδα

    5) (при обознач. меры, количества) για;σε

    на двух челове́к — για δύο άτομα

    раздели́ть на́ два — διαιρώ στα δύο

    ••

    перевести́ на гре́ческий язы́к — μεταφράζω στα ελληνικά

    II
    ( возьми) να!, πάρε!

    Русско-греческий словарь > на

  • 17 нога

    нога ж το πόδι· το πέλμα (ступня)· идти в ногу а) πηγαίνω (или βαδίζω) με ( ταιριαστό) βήμα· б) лерен. δε μένω πίσω ◇ вверх \ногами ανάποδα
    * * *
    ж
    το πόδι; το πέλμα ( ступня)

    идти́ в но́гу — а) πηγαίνω ( или βαδίζω) με (ταιριαστό) βήμα б) перен. δε μένω πίσω

    ••

    вверх нога́ми — ανάποδα

    Русско-греческий словарь > нога

  • 18 номер

    номер м 1) ο αριθμός, το νούμερο· \номер обуви το νούμερο παπουτσιών \номер телефона ο αριθμός τηλεφώνου· я живу в доме \номер... μένω στο σπίτι αριθμός... 2) (в гостинице) το δωμάτιο· одноместный (двухместный) \номер το μονό ( διπλό) δωμάτιο
    * * *
    м
    1) ο αριθμός, το νούμερο

    но́мер о́буви — το νούμερο παπουτσιών

    но́мер телефона — ο αριθμός τηλεφώνου

    я живу́ в до́ме но́мер... — μένω στο σπίτι αριθμός…

    2) ( в гостинице) το δωμάτιο

    одноме́стный (двухме́стный) но́мер — το μονό (διπλό) δωμάτιο

    Русско-греческий словарь > номер

  • 19 отстать

    отстать καθυστερώ, μένω πίσω· πηγαίνω πίσω (тж. о часах)
    * * *
    καθυστερώ, μένω πίσω; πηγαίνω πίσω (тж. о часах)

    Русско-греческий словарь > отстать

  • 20 сидеть

    сидеть 1) κάθομαι; \сидеть за столом κάθομαι στο τραπέζι* остаться \сидеть μένω καθισμένος 2) (об одежде) στρώνω; платье хорошо на вас сидит το φόρεμα στρώνει καλά επάνω σας
    * * *

    сиде́ть за столо́м — κάθομαι στο τραπέζι

    оста́ться сиде́ть — μένω καθισμένος

    2) ( об одежде) στρώνω

    пла́тье хорошо́ на вас сиди́т — το φόρεμα στρώνει καλά επάνω σας

    Русско-греческий словарь > сидеть

См. также в других словарях:

  • μένω — stay pres subj act 1st sg μένω stay pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μένω — μένω, έμεινα βλ. πίν. 178 (και ως απρόσ. μένει) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μενῶ — μένω stay fut ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μένω — (ΑM μένω, Α και μίμνω) 1. στέκομαι σταθερά στην ίδια θέση, παραμένω σε έναν τόπο (α. «μείνε εκεί που είσαι» β. «καὶ τὸ ἐν τῄ ἠπείρῳ στρατόπεδον τῶν Πελοποννησίων κατὰ χώραν ἔμενεν», Θουκ.) 2. διαμένω, παραμένω, διατρίβω, κατοικώ, έχω μόνιμη ή… …   Dictionary of Greek

  • μένω — έμεινα 1. στέκω στην ίδια θέση ή κατάσταση: Έμεινε ακίνητος από το φόβο του. 2. κατοικώ, διαμένω, παραμένω: Έμεινε δυο χρόνια στη Γαλλία. 3. επιβιώνω, απομένω, διασώζομαι: Δε μένει τίποτε από το μισθό μου. 4. βρίσκομαι σε μια συγκεκριμένη… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μένον — μένω stay pres part act masc voc sg μένω stay pres part act neut nom/voc/acc sg μένω stay imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) μένω stay imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μένετε — μένω stay pres imperat act 2nd pl μένω stay pres ind act 2nd pl μένω stay imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μένῃ — μένω stay pres subj mp 2nd sg μένω stay pres ind mp 2nd sg μένω stay pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξωμένω — μένω έξω από την πόλη, στην ύπαιθρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < έξω, με σίγηση τού αρκτ. ε , + μένω] …   Dictionary of Greek

  • μεινάντων — μένω stay aor part act masc/neut gen pl μένω stay aor imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεμενηκότα — μένω stay perf part act neut nom/voc/acc pl μένω stay perf part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»