μένω
1μένω — stay pres subj act 1st sg μένω stay pres ind act 1st sg …
2μένω — μένω, έμεινα βλ. πίν. 178 (και ως απρόσ. μένει) …
3μενῶ — μένω stay fut ind act 1st sg (attic epic doric) …
4μένω — (ΑM μένω, Α και μίμνω) 1. στέκομαι σταθερά στην ίδια θέση, παραμένω σε έναν τόπο (α. «μείνε εκεί που είσαι» β. «καὶ τὸ ἐν τῄ ἠπείρῳ στρατόπεδον τῶν Πελοποννησίων κατὰ χώραν ἔμενεν», Θουκ.) 2. διαμένω, παραμένω, διατρίβω, κατοικώ, έχω μόνιμη ή… …
5μένω — έμεινα 1. στέκω στην ίδια θέση ή κατάσταση: Έμεινε ακίνητος από το φόβο του. 2. κατοικώ, διαμένω, παραμένω: Έμεινε δυο χρόνια στη Γαλλία. 3. επιβιώνω, απομένω, διασώζομαι: Δε μένει τίποτε από το μισθό μου. 4. βρίσκομαι σε μια συγκεκριμένη… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
6μένον — μένω stay pres part act masc voc sg μένω stay pres part act neut nom/voc/acc sg μένω stay imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) μένω stay imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …
7μένετε — μένω stay pres imperat act 2nd pl μένω stay pres ind act 2nd pl μένω stay imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …
8μένῃ — μένω stay pres subj mp 2nd sg μένω stay pres ind mp 2nd sg μένω stay pres subj act 3rd sg …
9ξωμένω — μένω έξω από την πόλη, στην ύπαιθρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < έξω, με σίγηση τού αρκτ. ε , + μένω] …
10μεινάντων — μένω stay aor part act masc/neut gen pl μένω stay aor imperat act 3rd pl …