λεπτός
1λεπτός — peeled masc nom sg …
2λεπτός — ή, ό (AM λεπτός, ή, όν) 1. αυτός που δεν έχει πάχος ή όγκο, φτενός, αραιός στη σύσταση, σε αντιδιαστολή με τον παχύ (α. «λεπτό ύφασμα» β. «λεπτόν τε πέπλον», Ευρ.) 2. αδύνατος, ισχνός, λιπόσαρκος (α. «μετά τη δίαιτα έγινε πολύ λεπτός» β. «ψῡχος… …
3λεπτός — ή, ό 1. ψιλός: Η ζακέτα σου είναι λεπτή και θα κρυώσεις. 2. αυτός που δεν είναι παχύς, ο αδύνατος: Είναι ψηλή και λεπτή. 3. εύθραυστος: Η ισορροπία ήταν λεπτή. 4. μτφ., ευγενικός, έξυπνος: Έχει λεπτή αίσθηση του χιούμορ …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4λεπτότερον — λεπτός peeled adverbial comp λεπτός peeled masc acc comp sg λεπτός peeled neut nom/voc/acc comp sg …
5λεπτοτάτων — λεπτός peeled fem gen superl pl λεπτός peeled masc/neut gen superl pl …
6λεπτοτέραις — λεπτός peeled fem dat comp pl λεπτοτέρᾱͅς , λεπτός peeled fem dat comp pl (attic) …
7λεπτοτέρων — λεπτός peeled fem gen comp pl λεπτός peeled masc/neut gen comp pl …
8λεπτοτέρως — λεπτός peeled adverbial comp λεπτός peeled masc acc comp pl (doric) …
9λεπτότατα — λεπτός peeled adverbial superl λεπτός peeled neut nom/voc/acc superl pl …
10λεπτότατον — λεπτός peeled masc acc superl sg λεπτός peeled neut nom/voc/acc superl sg …