λεοντοπέταλον
1λεοντοπέταλον — λεοντοπέταλον, τὸ (Α) είδος τού φυτού λεοντική …
2λεοντοπέταλον — Leonticé Leontopetalum neut nom/voc/acc sg …
3λεοντοπετάλου — λεοντοπέταλον Leonticé Leontopetalum neut gen sg …
4λεοντ(ο)- — (AM λεοντ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής, που ανάγεται στη λ. λέων (θ. λεοντ ) και έχει τη σημ. ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό αναφέρεται στο λιοντάρι (πρβλ. λεοντάγχης, λεοντοβότος, λεοντομάχος) ή έχει χαρακτηριστικά… …