-
1 λίγο
[лига] εκίρ. немногоΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > λίγο
-
2 мало
επίρ.1. λίγο•он мало ест αυτός λίγο τρώγει•
мало говорит да много делает λίγο μιλά και πολλά κάνει.
|| λιγοστά, λιγούτσικα.2. σε συνδυασμό με αντωνυμίες και επιρρήματα: кто, что, какое, когда και το μόριο ли σημαίνει: λίγο, λίγοι, σε λίγα ή μερικά μέρη, σε μερικές εποχές, περιόδους κ.τ.τ. мало кто знает об этом λίγοι ξέρουν γι αυτό•я мало где бывал εγώ λίγα μέρη είδα (επισκέφτηκα).
εκφρ.мало ли – άραγε λίγο;•мало ли – (με επίρρημα ή αντωνυμία: кто, что, как, какой, где, когда) σημαίνει; διάφοροι, πολλοί, διάφορο, πολύ σε διάφορα ή σε πολλά μέρη•мало ли что – τι λίγο..., δεν έχει σημασία τι..., μου εί αδιάφορο τι... мало ли что ты говоришь,а дела нет τι με ενδιαφέρουν τα λόγια, εγώ θέλω έργαα) λίγο, παρά λίγοон не упал παρά λίγο αυτός δεν έπεσε, β) το λιγότερο, όχι λιγότερο απο•мало по -у – βαθμιαία, (απο) λίγο-λίγο•мало того – εκτός απ αυτό•ни мало не – ούτε το ελάχιστο, καθόλου•того, что... – δε φτάνει που... -
3 немного
επίρ.λίγο•голова немного болит το κεφάλι λίγο πονά•
выпить немного воды πίνω λίγο νερό•
немного людей λίγος κόσμος•
у него немного денег αυτός έχει λίγα χρήματα•
ему немного нужно αυτού λίγο του χρειάζεται•
немного спустя λίγο μετά•
совсем немного εντελώς λίγο•
немного меньше, немного больше не мешает λίγο λιγότερο, λίγο περισσότερο δε βλάπτει.
-
4 мало
мало 1. нареч. λίγο, λιγάκι· здесь \мало народу εδώ είναι λίγος κόσμος 2. предик, είναι λίγο' этого слишком \мало αυτό είναι πολύ λίγο* * *1. нареч.λίγο, λιγάκι2. предик.здесь ма́ло наро́ду — εδώ είναι λίγος κόσμος
э́того сли́шком ма́ло — αυτό είναι πολύ λίγο
-
5 немного
немного λίγο, λιγάκι· \немного раньше λίγο νωρίτερα· я \немного устал είμαι λίγο κουρασμένος· \немного фруктов λίγα φρούτα* * *λίγο, λιγάκιнемно́го ра́ньше — λίγο νωρίτερα
я немно́го уста́л — είμαι λίγο κουρασμένος
немно́го фру́ктов — λίγα φρούτα
-
6 немного
немногонареч в разн. знач. λίγο, ὁλίγον:\немного времени λίγο καιρό· \немного времени спустя μετά ἀπό λίγο· \немного раньше λίγο νωρίτερα· \немного меньше κατά τι λιγώτερο· \немного больше λίγο περισσότερο· \немного хлеба λίγο ψωμί· мне \немного ну́жно ἔχω ἀνάγκη ἀπό λίγα πράγματα -
7 мало
мало1. нареч λίγο, ὀλίγο[ν]:слишком \мало πολύ λίγο*, \мало народу λίγος κόσμος· это его́ \мало интересует αὐτό λίγο τόν ἐνδιαφέρει·2. предик безл:этого \мало αὐτό δέν ἀρκεί, αὐτό εἶναι λίγο, δέν φτάνει αὐτό· ◊ \мало кто зиает πολύ λίγοι ξέρουν \мало того́ вводн. сл. ὄχι μόνο, ἐκτος αὐτοῦ· \мало того́, что... δέν φτάνει (или δέν ἀρκεί) δτι· \мало ли что! разг καί τί μ'αύτό! \мало ли что может случиться ποιος ξέρει τί μπορεί νά συμβεί· \мало ли где я мог его встретить τόσο δύσκολο ἡταν νά τόν συναντήσω, ὅπου θές μπορούσα νά τόν συναντήσω1 ни \мало не... разг καθόλου δέν...· ни \мало не смутившись χωρίς νά τά χάσει καθόλου· ни много ни \мало ὁὔτε λίγο οὔτε πολύ. -
8 надорвать
-ву, -вшь, παρλθ. χρ. -ал, -ли, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. надорванный, βρ: ван, -а, -оρ.σ.μ.1. σχίζω λίγο, μισοσχίζω•лист бумаги σχίζω λίγο το φΰλλο χαρτιού•
конверт σχίζω λίγο το φάκελλο.
2. μτφ. βλάπτω, φθείρω, χαλνώ•надорвать голос χαλνώ τη φωνή•
надорвать здоровье βλάπτω την υγεία.
|| ταλαιπωρώ, βασανίζω, καταπονώ, καταβάλλω εξασθενίζω.εκφρ.надорвать живот (животники) со смеху ή от хохота – ξεκαρδίζομαι (σπαρταρώ, λιγώνομαι) από τα γέλια.1. σχίζομαι λίγο.2. βλάπτομαι, φθείρομαι, χαλνώ•мешок с боку -лся το σακκί σχίστηκε λίγο στο πλευρό.
-
9 отодвинуть
ρ.σ.μ.1. μετακινώ, μετατοπίζω λίγο, παραμερίζω, αναμερίζω, κάνω λίγο πιο πέρα•отодвинуть стул μετακινώ λίγο το κάθισμα.
|| ανοίγω, τραβώ βγάζω από τη θέση•отодвинуть засов βγάζω το μάνταλο, ξεμανταλώνω.
2. μτφ. αναβάλλω, παρατείνω•отодвинуть поездку на месяц αναβάλλω το ταξίδι για ένα μήνα•
отодвинуть срок παρατείνω την προθεσμία.
1. μετακινούμαι, μετατοπίζομαι λίγο• αναμερίζω, κάνω λίγο πέρα. || απομακρύνομαι, αποχωρώ, υποχωρώ,2. μτφ. αναβάλλομαι παρατείνομαι. -
10 подрагивать
ρ.δ.1. τρέμω λίγο ή πότε-πότε•губы -ют τα χείλη τρέμουν λίγο•
его голос -ет η φωνή του τρέμουλιάζει λίγο.
|| δονούμαι, ταλαντεύομαι λίγο ή κάποτε. || αναπηδώ, κουνιέμαι ρυθμικά ή λίγο. || (για φως, φωτιά) τρεμοσβήνω, τρεμοφέγγω, μαρμαίρω.2. κάνω να τρέμει, κουνώ τρέμοντας•подрагивать ногой κουνώ τρεμουλιαστά το πόδι.
-
11 тронутый
επ. από μτχ.1. λίγο βλαμμένος, λίγο φθαρμένος ή χαλασμένος•-ое вино κρασί λίγο χαλασμένο.
2. λίγο φρενοβλαβής, λίγο βαρεμένος.3. συγκινημένος. -
12 мало-помалу
-
13 понемногу
понемногу 1) λίγο λίγο 2) (постепенно) σιγά σιγά, αγάλια αγάλια* * *1) λίγο λίγο2) ( постепенно) σιγά σιγά, αγάλια αγάλια -
14 скоро
скоро σε λίγο; γρήγορα (быстро)· он \скоро придёт σε λίγο θα ρθει* * *σε λίγο· γρήγορα ( быстро)он ско́ро придёт — σε λίγο θα ρθει
-
15 втянуть
-ну, -нешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. втянутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ.1. τραβώπρος τα μέσα, εισέλκω.2. παίρνω μέσα, ρουφώ (αέρα, υγρά). || συμπτύσσω, μαζεύω μέσα (κοιλιά κεφάλι κ.τ.τ,), χώνω.3. μτφ. προσελκύω, παρασέρνω, τραβώ•его -ли в карточную игру τον τράβηξαν στο χαρτοπαίγνιο.
1. συμπτύσσομαι, μαζεύομαι μέσα, μπαίνω, χώνομαι μέσα.2. εισέρχομαι βαθμιαία.3. προσελκύομαι, επιδίδομαι, τραβιέμαι• παίρνω μέρος•-в игре на биллиарде με τραβά το μπιλιάρδο•
в разговор -лись мать и сестра ατή συνομιλία πήραν μέρος η μητέρα και η αδερφή.
|| συνηθίζω λίγο-λίγο•втянуть в работу λίγο-λίγο συνηθίζω στη δουλειά.
-
16 надколоть
-колю, -колешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. надколотый, βρ: -лот, -а, -оρ.σ.μ.1. σχίζω, σπάζω λίγο, μισοσχίζω, μισοσπάζω.2. τρυπώ λίγο κεντρίζω.σχίζομαι, σπάζω λίγο•орех -лся το καρύδι έσπασε λιγάκι•
полено -лось το κούτσουρο σχίστηκε λίγο.
-
17 поднакопить
-
18 подогреть
ρ.σ.μ.1. θερμαίνω, ζεσταίνω ελαφρά ή ακόμα λίγο•подогреть воду ζεσταίνω λίγο το νερό.
2. μτφ. διεγείρω, υποθάλπω, τονώνω•его -ло вино τον ζέστανε το κρασί.
θερμαίνομαι, ζεσταίνομαι (λίγο)•чайник -лся το τσαερό ζεστάθηκα λίγο.
-
19 подпахивать
ρ.δ.βλ. подпахать.οργώνομαι ακόμα λίγο.ρ.δ. μυρίζω λίγο άσχημα, βρωμώ λίγο•рыба уже -ает το ψάρι βρωμάει λίγο.
-
20 подсолить
ρ.σ.μ.1. αλατίζω λίγο ή ακόμα λίγο.2. αλατίζω συμπληρωματικά.αλατίζομαι λίγο ή ακόμα λίγο, συμπληρωματικά.
См. также в других словарях:
λιγο- — και ολιγ(ο) (AM ολιγ[ο] , Μ και λίγ[ο] ) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. μικρο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. ολίγος*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημασίας τού β συνθετικού. Τα σύνθετα τού τύπου ολιγ(ο) αποτελούν το… … Dictionary of Greek
σύχλιος, -ια, -ιο — λίγο χλιαρός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
μικρός — ή, ό (ΑΜ μικρός και σμικρός, όν, θηλ. μικρά και σμικρά Α και δωρ. και ιων. τ. μικκός, όν) 1. αυτός που έχει μικρές διαστάσεις, που είναι περιορισμένος ως προς το μήκος, το μέγεθος, τον όγκο ή την επιφάνεια (α. «μικρό χωράφι» β. «Τυδεύς τοι μικρὸς … Dictionary of Greek
Παλαιολόγος — I Επώνυμο μεγάλης βυζαντινής οικογένειας από την οποία προέρχεται και η δυναστεία των Παλαιολόγων. Πολλά μέλη της έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ιστορική πορεία της αυτοκρατορίας. Από αυτά γνωστότερα είναι: 1. Νικηφόρος. Στρατηγός και υπέρτιμος.… … Dictionary of Greek
λίγος — και ολίγος, η, ο (AM ὀλίγος, η, ον, Α και ὀλίος, η, ον, Μ και λίγος, η, ον) 1. μικρός, περιορισμένος ως προς την ποσότητα, το μέγεθος, την έκταση ή την ένταση (α. «λίγος κόσμος» β. «λίγα χρήματα» γ. «λίγη ζέστη» δ. «μὴ... αἱ σφέτεραι δέκα νῆες… … Dictionary of Greek
Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek