λέξη

  • 121αστρολογία — Παρατήρηση των άστρων για την πρόβλεψη του μέλλοντος, σύμφωνα με την πίστη ότι αυτά το καθορίζουν. Η α. γεννήθηκε στη Μεσοποταμία τη 2η χιλιετία π.Χ. ως θρησκευτική τέχνη, ένας τρόπος να έρθει κανείς σε επαφή με τους θεούς που ταυτίζονται με τα… …

    Dictionary of Greek

  • 122ατζαμής — Επίθετο που σημαίνει αυτόν που είναι πρωτόπειρος σε δουλειά. Προέρχεται από τη λέξη ατζέμ, που σημαίνει Πέρσης. Ονόμαζαν έτσι τους Πέρσες επειδή τους θεωρούσαν αμόρφωτους και απολίτιστους. Με τον καιρό επικράτησε και στους Τούρκους η λέξη ατζαμί… …

    Dictionary of Greek

  • 123αφλοισμός — ἀφλοισμός, ο (Α) οι αφροί που βγάζει κανείς από το στόμα όταν είναι έξαλλος από θυμό. [ΕΤΥΜΟΛ. «Άπαξ ειρημένη» ομηρική λέξη (Ιλ. Ο 607) που έχει ερμηνευθεί από τους σχολιαστές ως παράλληλος, πιθ. αιτωλικός, τ. του αφρός. Πρόκειται για δηλωτική… …

    Dictionary of Greek

  • 124αψίδα — Κάθε καμπύλο ή τοξοειδές κατασκεύασμα από πέτρες ή τούβλα. Στην εκκλησιαστική αρχιτεκτονική, α. λέγεται η κόγχη των ναών. Η λέξη α. είχε στην αρχαία ελληνική άλλη σημασία και χαρακτήριζε κυρίως το δίχτυ, αλλά και τον βρόχο και τη θηλιά. Η λέξη… …

    Dictionary of Greek

  • 125βαθμός — Ο όρος χρησιμοποιείται συχνά στην τεχνική και στην επιστημονική γλώσσα για να δείξει, χωρίς αξιώσεις επιστημονικής ακριβολογίας, το πόσο εντατικό εμφανίζεται ένα φαινόμενο (π.χ. το τάδε υλικό είναι σε μεγάλο βαθμό ανθεκτικό στη κάμψη). Η ίδια… …

    Dictionary of Greek

  • 126βιβλιοφιλία — Η αγάπη για το βιβλίο· λέξη που χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά προς το τέλος του Μεσαίωνα, στην περίοδο δηλαδή της ακμής των κλασικών σπουδών. Ο Ρίτσαρντ ντε Μπέρι, Άγγλος βιβλιόφιλος που έζησε τον 14o αι. και πρόδρομος του ουμανισμού, ονόμασε… …

    Dictionary of Greek

  • 127γελωτοποιός — Με τη λέξη αυτή αναφέρονται συνήθως οι κωμικοί ηθοποιοί που από τον Μεσαίωνα και την Αναγέννηση διασκέδαζαν στις διάφορες αυλές της δυτικής Ευρώπης τους άρχοντες με αστεία, πειράγματα και κάθε είδους τεχνάσματα. Αλλά οι γ.(και μάλιστα με την ίδια …

    Dictionary of Greek

  • 128γιάνκης — (yankee). Προσωνύμιο που αποδίδεται σε όλους τους κατοίκους των ΗΠΑ και ιδιαίτερα των βορειοανατολικών πολιτειών. Η καταγωγή της λέξης είναι άγνωστη, πιθανότατα όμως προέρχεται από το ολλανδικό janke (= νεαρός). Τον 18o αι. οι Άγγλοι ονόμαζαν… …

    Dictionary of Greek