κύβος

  • 91δεκατόμετρο — Μονάδα που ισοδυναμεί με ένα δέκατο του μέτρου (σύμβ. dm). Το τετραγωνικό δ. είναι μέτρο επιφάνειας, ισοδύναμο με τετράγωνο που έχει πλευρά ενός δ. (συμβ. dm2). Το κυβικό δ. είναι μονάδα μέτρησης όγκου, ισοδύναμη με κύβο ακμής ενός δ. (συμβ. dm3) …

    Dictionary of Greek

  • 92εμπόλιον — ἐμπόλιον, το (Α) ξύλινος κύβος που στερεωνόταν μεταξύ τών σπονδύλων τών κιόνων και στις δύο έδρες τους και χρησίμευε στην τέλεια προσαρμογή και σταθεροποίησή τους …

    Dictionary of Greek

  • 93ευκυβώ — εὐκυβῶ, έω (Α) επιτυγχάνω στους κύβους, στα ζάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κυβώ «παίζω ζάρια» (< κύβος «ζάρι»)] …

    Dictionary of Greek

  • 94κέρλινγκ — (curling). Χειμερινό άθλημα, που παίζεται πάνω στον πάγο. Η πατρότητά του διεκδικείται από τη Σκοτία και τη Βαυαρία. Στη Βαυαρία ήταν γνωστό από το 1520 και έχαιρε τέτοιας εκτίμησης ώστε το εξυμνούσαν οι ποιητές και το συνιστούσαν οι κληρικοί.… …

    Dictionary of Greek

  • 95κίλλος — κίλλος, ὁ (Α) (δωρ. τ.) 1. όνος 2. αστράγαλος, κύβος, κότσι από πόδι όνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κιλλός, με αναβιβασμό του τόνου] …

    Dictionary of Greek

  • 96κιβωτός — I Ορεινός οικισμός (υψόμ. 680 μ., 708 κάτ.) του νομού Γρεβενών. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού, στα όρια με τον νομό Κοζάνης, 21 χλμ. Β της πόλης των Γρεβενών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ηρακλεωτών. II Ακατοίκητη νησίδα στον Αργοσαρωνικό …

    Dictionary of Greek

  • 97κοκκίο — το (AM κοκκίον, Μ και κοκκίν) [κόκκος] πολύ μικρός κόκκος νεοελλ. συν. στον πληθ. βιολ. τα κοκκία μικροσκοπικά μόρια τής ζώσας ύλης που αποτελούν το πρωτόπλασμα τού κυττάρου μσν. 1. κουκί 2. μονάδα βάρους ή νομισματική μονάδα 3. κύβος, ζάρι αρχ.… …

    Dictionary of Greek

  • 98κοττίζω — (ΑM) παίζω κύβους, κυβεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόττος «κύβος»] …

    Dictionary of Greek

  • 99κοττίς — κοττίς, δωρ. τ. κοτίς, ίδος, ἡ (Α) 1. κεφαλή 2. παρεγκεφαλίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. κοττίς καθώς και η συγγενής λ. κόττος «πετεινός, κύβος» συνδέονται πιθ. με τις λ. κότταβος* και κοτύλη*, οπότε ανάγονται στην ετεροιωμένη βαθμίδα *κοτ… …

    Dictionary of Greek

  • 100κοτώ — άω παίρνω το θάρρος, τολμώ («αν κοτάς, πήγαινε να τού μιλήσεις»). [ΕΤΥΜΟΛ. < *κοττῶ «κυβεύω» < κόττος «κύβος». Κατ άλλη άποψη < κοτέω «οργίζομαι»] …

    Dictionary of Greek