κυρῖται

  • 1κυρίτες — οι (Α Κυρῑται, οἱ) επωνυμία τμήματος τού λαού τής Ρώμης, οι πολίτες τής Ρώμης, σε αντιδιαστολή προς τους πολιτικούς και τους στρατιωτικούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. Quiris, itis και πιο συχνά στον πληθ. Quirites, ium] …

    Dictionary of Greek