κτλ

  • 121σταφύλι — Ο καρπός του αμπελιού. Είναι σύνθετος βότρυς (τσαμπί) που οι ρόγες του είναι, ανάλογα με το είδος του αμπελιού, διαφόρων μεγεθών. Κάθε ρώγα περιβάλλεται από το υμένιο (πέτσα) και συνήθως έχει, στο κέντρο, μικρό κουκούτσι ή και κουκούτσια. Το… …

    Dictionary of Greek

  • 122αιμολυσίνες — Ουσίες που καταστρέφουν τα ερυθρά αιμοσφαίρια και ελευθερώνουν την αιμοσφαιρίνη. Είναι ειδικά αντισώματα που δρουν με την παρουσία συμπληρώματος (σύμπλοκη ουσία που είναι απαραίτητη για τη σύνδεση ενός αντισώματος με το αντιγόνο και τη διάσπαση… …

    Dictionary of Greek

  • 123Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… …

    Dictionary of Greek

  • 124μουσικό θέατρο — Ευρύς όρος που μπορεί να συμπεριλάβει ποικίλα θεατρικά είδη όπως η όπερα, η οπερέτα, το καμπαρέ, το βωντβίλ, το «μιούζικ χωλ», το βαριετέ, το επικό θέατρο, το μιούζικαλ, την επιθεώρηση κτλ. Κοινό χαρακτηριστικό όλων των ειδών της εν λόγω… …

    Dictionary of Greek

  • 125Νέα Σκηνή — Το πρώτο ελληνικό θεατρικό σχήμα που λειτούργησε ως Σωματείο (ομάδα καλλιτεχνικής πρωτοβουλίας), ενώ συνέβαλε καθοριστικά στην ανανέωση της ελληνικής θεατρικής πραγματικότητας. Η Ν.Σ. ιδρύθηκε από τον συγγραφέα, μεταφραστή και σκηνοθέτη… …

    Dictionary of Greek

  • 126Τανζανία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής. Βρίσκεται ανάμεσα στην Kένυα και την Oυγκάντα στα B, στο Zαΐρ, στη Pουάντα και στο Mπουρούντι στα Δ, στη Zάμπια, στο Mαλάουι και στη Mοζαμβίκη στα Ν. Οι ανατολικές ακτές της βρέχονται από τον Iνδικό ωκεανό.H… …

    Dictionary of Greek

  • 127ψιττάκωση ή ψιττακίαση — Ασθένεια των πτηνών, κυρίως αυτών που ανήκουν στην οικογένεια των ψιττακών (παπαγάλων), αλλά και ορισμένων άλλων ειδών (καναρινιών κτλ.). Εκδηλώνεται με πεπτικές διαταραχές, ανωμαλίες του αναπνευστικού συστήματος και εξασθένηση, συνήθως δε… …

    Dictionary of Greek

  • 128ακτινοβολώ — ακτινοβολώ, ακτινοβόλησα βλ. πίν. 73 και πρβλ. ακτινοβολάω Σημειώσεις: ακτινοβολώ : (με κλίση κατά το θεωρώ) απαντάται ορισμένες φορές και στην παθητική φωνή (ακτινοβολούμαι, ακτινοβολήθηκα, ακτινοβολημένος) με την έννοια → δέχομαι ακτινοβολία… …

    Τα ρήματα της νέας ελληνικής