κτλ
1συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη …
2μονοτονικό — Όπως είναι γνωστό, η ελληνική πολιτεία καθιέρωσε το 1982 στη γραφή της νέας ελληνική γλώσσας το μονοτονικό σύστημα, τη χρήση δηλαδή μόνο της οξείας ως συμβόλου που υποδεικνύει τη συλλαβή που τονίζεται. Η απόφαση αυτή στηρίζεται στην ιστορία της… …
3ΠΡΟΛΟΓΟΣ — Ο στόχος της εργασίας αυτής είναι να αποδοθούν τα κυριότερα χαρακτηριστικά της κλίσης των 4.500 βασικών ρημάτων της κοινής νεοελληνικής (χωρίς διαλεκτικά στοιχεία). Η ιδιαιτερότητα (και η χρησιμότητα) της εργασίας έγκειται, πιστεύουμε,… …
4καλούμαι — 1 καλέστηκα, καλεσμένος βλ. πίν. 78 2 κλήθηκα βλ. πίν. 163 Σημειώσεις: καλούμαι : οι τύποι καλέστηκα (να καλεστώ κτλ.) και καλεσμένος χρησιμοποιούνται κυρίως με την έννοια → προσκαλούμαι, ενώ οι τύποι κλήθηκα (να κληθώ κτλ.) με την έννοια → μου… …
5πληρούμαι — βλ. πίν. 130 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) Σημειώσεις: πληρώ, πληρούμαι : το πληρώ έχει την έννοια → ανταποκρίνομαι (σε όρους, προϋποθέσεις κτλ.). Το πληρούμαι χρησιμοποιείται κυρίως στο γ πρόσωπο για να δηλώσει ότι υπάρχουν συγκεκριμένοι όροι …
6πληρώ — βλ. πίν. 197 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) Σημειώσεις: πληρώ, πληρούμαι : το πληρώ έχει την έννοια → ανταποκρίνομαι (σε όρους, προϋποθέσεις κτλ.). Το πληρούμαι χρησιμοποιείται κυρίως στο γ πρόσωπο για να δηλώσει ότι υπάρχουν συγκεκριμένοι όροι …
7(μ)πάγκος — ο (λ. ιταλ.) 1. κάθισμα σε δημόσιους χώρους (πλατείες, πάρκα κτλ.), παγκάκι. 2. μακρύ έπιπλο με συρτάρια σε καφενεία κτλ., όπου μπορεί να πιει κανείς κάτι όρθιος: Ήπια βιαστικά έναν καφέ στον (μ)πάγκο. 3. μεγάλο τραπέζι όπου δουλεύουν οι τεχνίτες …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
8αριθμός — ο 1. νούμερο, πλήθος από ομοειδείς μονάδες και το ποσό που προκύπτει από τη μέτρησή τους: «τρεις άνθρωποι», «πέντε κιλά» κτλ. 2. το σύμβολο με το οποίο παρασταίνεται το πλήθος των μονάδων: Το 1, 2, 3, 4 κτλ. είναι αριθμοί. 3. το είδος των μονάδων …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
9αφεντιά — η η ιδιότητα του αφέντη· συνήθως με τους μονοσύλλαβους τύπους (μου, σου, του κτλ.) της προσωπικής αντωνυμίας αποτελεί περίφραση αντί του εγώ, εσύ κτλ.: «Η αφεντιά του», αντί αυτός· «η αφεντιά σας», αντί εσείς κτλ …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
10αφηρημένος — αφηρημένος, η, ο και αφαιρεμένος, η, ο 1. αυτός που δεν προσέχει σε ό,τι κάνει ή λέει ή γίνεται γύρω του, γιατί η σκέψη του πλανιέται αλλού: Δε σε είδα στο δρόμο, γιατί, φαίνεται, ήμουν αφαιρεμένος. 2. (φιλοσ.), «αφηρημένες έννοιες», αυτές που… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)