κτλ
41κατεβάζω — κατέβασα, κατεβάστηκα, κατεβασμένος 1. φέρνω κάτι από ψηλότερη θέση σε χαμηλότερη: Τα κατέβασαν τα κιβώτια στο υπόγειο. 2. βοηθώ ή αναγκάζω κάποιον να κατεβεί από κάπου: Τον κατέβασε από το θρόνο του. 3. η παροιμία «αλί που το χει η κούτρα του να …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
42λεύκωμα — το, ατος 1. βιβλίο που περιέχει συλλογή φωτογραφιών, εικόνων κτλ., άλμπουμ: Αγόρασα ένα λεύκωμα με φωτογραφίες της πόλης. 2. τετράδιο όπου οι φίλοι του κατόχου γράφουν αφιερώσεις, ποιήματα, ιδέες κτλ. για ανάμνηση: Στην τάξη μου όλες οι μαθήτριες …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
43μαδώ — μάδησα, μαδήθηκα, μαδημένος 1. αφαιρώ τρίχες, φτερά, φύλλα κτλ.: Μαδήσαμε την κότα πριν να τη μαγειρέψουμε. 2. μτφ., αποσπώ χρήματα από κάποιον με επιτηδειότητα: Την Πρωτοχρονιά με μάδησαν στα χαρτιά. 3. αμτβ., αποβάλλω τα πούπουλα, τις τρίχες… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
44οδηγός — ο 1. αυτός που δείχνει το δρόμο, που πάει μπροστά: Χωρίς οδηγό δεν μπορείς να μπεις στα τροπικά δάση. 2. ο πρώτος της παράταξης, της γραμμής: Οδηγός δεξιά, μαρς! (γυμν. παράγγελμα). 3. γενικά ο επικεφαλής ομάδας. 4. αυτός που χειρίζεται, που… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
45ουρά — η 1. το άκρο όπου τελειώνει η σπονδυλική στήλη των σπονδυλωτών ζώων: Ουρά του ελέφαντα, του αλόγου κτλ. 2. μτφ., καθετί που μοιάζει με ουρά: Ουρά χαρταετού, φορέματος, του γράμματος ρ, του αεροπλάνου κτλ. 3. οπισθοφυλακή στρατεύματος. 4. το τέλος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
46παράταση — η συνέχιση της διάρκειας γεγονότος, πράξης κτλ.: Παράταση της απεργίας, της άδειας, της προθεσμίας κτλ …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
47ρέμα — ρέμα, το και ρεύμα, το, ατος 1. κίνηση υγρού, αερίου, ηλεκτρικής δύναμης κτλ., ροή: Στοσημείο εκείνο το ρέμα του ποταμιού ήταν δυνατό. 2. κοίτη χειμάρρου: Πάνω από το ρέμα είχαν κάνει μια πρόχειρη γέφυρα με κορμούς δέντρων. 3. μτφ., ομαδική τάση… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
48ρόιδι — το και ροϊδιά, η κτλ., βλ. ρόδι, ροδιά κτλ …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
49ταβλάς — ο πληθ. άδες 1. μεγάλος ξύλινος δίσκος, όπου τοποθετούνται πιάτα, ποτήρια κτλ.: Κέρασε με τον ταβλά. 2. όμοιος δίσκος πλανόδιων μικροπωλητών για ζαχαρωτά, κουλούρια, στραγάλια κτλ.: Ο ταβλάς του είναι γεμάτος εμπορεύματα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
50τόρνος — ο μηχάνημα για την κατεργασία ξύλων, μετάλλων κτλ., που περιστρέφονται μπροστά σε γλύφανο του χειριστή για απόχτηση κανονικού σχήματος, σφαιρικού, ελλειψοειδούς κτλ …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)