κτλ

  • 131ψιττάκωση ή ψιττακίαση — Ασθένεια των πτηνών, κυρίως αυτών που ανήκουν στην οικογένεια των ψιττακών (παπαγάλων), αλλά και ορισμένων άλλων ειδών (καναρινιών κτλ.). Εκδηλώνεται με πεπτικές διαταραχές, ανωμαλίες του αναπνευστικού συστήματος και εξασθένηση, συνήθως δε… …

    Dictionary of Greek

  • 132ακτινοβολώ — ακτινοβολώ, ακτινοβόλησα βλ. πίν. 73 και πρβλ. ακτινοβολάω Σημειώσεις: ακτινοβολώ : (με κλίση κατά το θεωρώ) απαντάται ορισμένες φορές και στην παθητική φωνή (ακτινοβολούμαι, ακτινοβολήθηκα, ακτινοβολημένος) με την έννοια → δέχομαι ακτινοβολία… …

    Τα ρήματα της νέας ελληνικής