-
1 κριτικός
[критикос] ас. относящийся к критике, критический.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κριτικός
-
2 κριτικός
[критикос] ουσ. а. критик.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κριτικός
-
3 критик
-а α.1. κριτικός•литературный κριτικός της λογοτεχνίας•
театральный критик κριτικός του θεάτρου.
2. βλ. критикан. -
4 критик
-
5 критик
критикм ὁ κριτικός:литературный \критик ὁ λογοτεχνικός κριτικός. -
6 критический
критический Iприл (содержащий критику; способный относиться критически) κριτικός:\критическийое замечание ἡ κριτική παρατήρηση· \критический ум τό κριτικό μυαλό, ὁ κριτικός νοῦς.крити́ческ||ий IIприл (находящийся в состоянии кризиса, перелома) κρίσιμος:\критический момент ἡ κρίσιμη στιγμή· \критический возраст ἡ κρίσιμη ἡλικία· ◊ \критическийое положение ἡ κρίσιμη κατάσταση. -
7 рецензент
-а α.κριτικός, γνωμοδότης•театральный рецензент κριτικός του θεάτρου.
|| επαγγελματίας κριτικογράφος. -
8 критик
ο κριτικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > критик
-
9 критический
I.(относящийся к критике) κριτικός.II. (находящийся в состоянии кризиса) κρίσιμοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > критический
-
10 рецензент
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > рецензент
-
11 критический
критический II (опасный) κρίσιμος· \критическийое положение η κρίσιμη κατάσταση* * *IIIкрити́ческое замеча́ние — η κριτική παρατήρηση
( опасный) κρίσιμοςкрити́ческое положе́ние — η κρίσιμη κατάσταση
-
12 некритический
некритическийприл μή κριτικός, χωρίς κριτική. -
13 рецензуент
рецензуентм ὁ κριτικός, ὁ κριτής, ὁ γνωμοδότης. -
14 тонкий
тонк||ийприл1. λεπτός, ψιλός/ λιγνός, ἰσχνός, ἀδύνατος (в противоп. толстому):\тонкийое сукно́ τό λεπτό ὕφασμα· \тонкий слой τό λεπτό στρώμα· \тонкийие па́льцы τά λεπτά δάκτυλα· \тонкийие но́ги τά λεπτοκαμω-μένα πόδια· \тонкий голос ἡ ψιλή φωνή· \тонкийие различия οἱ λεπτές διαφορές·2. (утонченный, изысканный) λεπτός, ἐκλεκτός:\тонкий слух ἡ λεπτή ἀκοή· \тонкий юмор τό λεπτό χιοῦμορ· \тонкий-ие вина τά ἐκλεκτά κρασιά· \тонкий запах ἡ λεπτή μυρουδιά· \тонкийие духи́ τό ἐκλεκτό ἄρωμα· \тонкийие черты лица τά λεπτά χαρακτηριστικά τοῦ προσώπου· \тонкийая работа ἡ λεπτή δουλειά·3. перен (хорошо разбирающийся в чем-л.) διορατικός, ἀγχίνους, ὁξυδερκής:\тонкий кри́тик ὁ ὁξυδερκής κριτικός· \тонкий знаток ὁ βαθύς γνώστης· \тонкий ум τό λεπτό μυαλό, τό διαυγές πνεῦμα·4. (хитрый, ловкий) πονηρός:\тонкийая лесть μαλαγανιά, ◊ \тонкийая кишка анат. τό λεπτό ἔντερο· \тонкий намек ὁ λεπτός ὑπαινιγμός· \тонкийая шту́чка разг ὁ κατεργάρης. -
15 ханжеский
ханж||ескийприл ταρτουψικός/ ὑπο-κριτικός (лицемерный). -
16 критик
[κρίτικ] ουσ. α. κριτικός -
17 критический
[κριτίτσισκιΐ/] επ. κριτικός της κρίσεως -
18 критик
[κρίτικ] ουσ α κριτικός -
19 критический
[κριτίτσισκιΐ] επ κριτικός της κρίσεως -
20 критический
1. επ. κριτικός•критический пересмотр κριτική επανεξέταση•
-ие замечания κριτικές παρατηρήσεις•
критический ум κριτικό μυαλό.
2. κρίσιμος•критический возраст κρίσιμη ηλικία•
критический момент κρίσιμη στιγμή•
-ое положение κρίσιμη κατάσταση.
εκφρ.- ое состояние – (φυσ.) σημείο κρίσιμο ή μεταβολής (ουσίας)•- ая температура – κρίσιμη θερμοκρασία.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κριτικός — able to discern masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κριτικός — ή, ό (AM κριτικός, ή, όν) 1. αυτός που έχει την ικανότητα να κρίνει, να διακρίνει και να αξιολογεί (α. «με κριτικό πνεύμα πρέπει να διαβάζει κανείς τα βιβλία» β. «δύναμις σύμφυτος κριτική», Αριστοτ.) 2. αυτός που έχει σχέση με την κρίση ή τον… … Dictionary of Greek
κριτικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που αναφέρεται στην κρίση ή στον κριτή: Δημοσίευσε κριτικές μελέτες. 2. αυτός που έχει κρίση: Είναι κριτικό μυαλό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κριτικά — κριτικός able to discern neut nom/voc/acc pl κριτικά̱ , κριτικός able to discern fem nom/voc/acc dual κριτικά̱ , κριτικός able to discern fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κριτικώτερον — κριτικός able to discern adverbial comp κριτικός able to discern masc acc comp sg κριτικός able to discern neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κριτικωτάτων — κριτικός able to discern fem gen superl pl κριτικός able to discern masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κριτικῶν — κριτικός able to discern fem gen pl κριτικός able to discern masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κριτικόν — κριτικός able to discern masc acc sg κριτικός able to discern neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κριτικώτατα — κριτικός able to discern adverbial superl κριτικός able to discern neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κριτικώτατον — κριτικός able to discern masc acc superl sg κριτικός able to discern neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κριτικαῖς — κριτικός able to discern fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)