κουράζομαι

  • 1κουράζομαι — κουράζομαι, κουράστηκα, κουρασμένος βλ. πίν. 36 …

    Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • 2κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… …

    Dictionary of Greek

  • 3νεφροκουράζομαι — (Μ) κουράζομαι, παραλύω, «πιάνονται» τα μέλη μου (πρβλ. τη νεοελλ. φράση «με πόνεσαν τα νεφρά μου»). [ΕΤΥΜΟΛ. < νεφρό + κουράζομαι] …

    Dictionary of Greek

  • 4ξεβαριούμαι — βαριέμαι, κουράζομαι από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε) * + βαριούμαι «βαριέμαι, κουράζομαι»] …

    Dictionary of Greek

  • 5προαπαγορεύω — ΝΑ απαγορεύω κάτι εκ τών προτέρων ως παράνομο αρχ. 1. κουράζομαι πριν από το τέλος («νῡν δὲ με τὸ γῆρας ἐμποδίζει καὶ ποιεῑ προαπαγορεύειν», Ισοκρ.) 2. (για επιγραφές) εξαφανίζομαι εκ τών προτέρων 3. μέσ. προαπαγορεύομαι απαρνούμαι, αποκηρύσσω… …

    Dictionary of Greek

  • 6προαπαυδώ — άω, Α αποκάμνω, κουράζομαι πριν από το τέλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀπαυδῶ «κουράζομαι, εξαντλούμαι»] …

    Dictionary of Greek

  • 7προσεπιπονώ — έω, Α κουράζομαι ακόμη περισσότερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπιπονῶ «μοχθώ, κουράζομαι»] …

    Dictionary of Greek

  • 8συναπαγορεύω — ΜΑ 1. απαγορεύω επίσης 2. (αμτβ.) κουράζομαι μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀπαγορεύω «δεν επιτρέπω να γίνει κάτι, κουράζομαι, εξαντλούμαι»] …

    Dictionary of Greek

  • 9αγανακτώ — και χτώ και κτίζω και χτίζω [Α ἀγανακτῶ ( έω)] δυσανασχετώ, δυσαρεστούμαι, οργίζομαι, εκνευρίζομαι νεοελλ. Ι (αμτβ.) 1. κάνω ή αποκτώ κάτι με δυσκολία, στενοχωριέμαι, δεινοπαθώ 2. αδημονώ 3. κουράζομαι, αποκάνω, απαυδώ (μτβ.) 1. εξοργίζω,… …

    Dictionary of Greek

  • 10ακηδώ — ἀκηδῶ ( έω) (Α) [ἀκηδής] 1. δεν φροντίζω, παραμελώ 2. κουράζομαι, βαριέμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκηδής. ΠΑΡ. αρχ. ἀκήδεστος] …

    Dictionary of Greek