κολλαριστός
1κολλαριστός — ή, ό κολλαρισμένος: Κολλαριστός γιακάς …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
2κολλαριστός — ή, ό βλ. κολαριστός …
1κολλαριστός — ή, ό κολλαρισμένος: Κολλαριστός γιακάς …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
2κολλαριστός — ή, ό βλ. κολαριστός …