κατακαίριος
1κατακαίριος — κατακαίριος, ον (Α) καίριος …
2κατακαίριος — masc/fem nom sg …
3κατακαίριον — κατακαίριος masc/fem acc sg κατακαίριος neut nom/voc/acc sg …
1κατακαίριος — κατακαίριος, ον (Α) καίριος …
2κατακαίριος — masc/fem nom sg …
3κατακαίριον — κατακαίριος masc/fem acc sg κατακαίριος neut nom/voc/acc sg …