καταί
1καταί — (Α) (ποιητ. τ.) βλ. κατά …
2καταίρω — καταί̱ρω , καθιερόω dedicate imperf ind act 3rd sg (doric ionic aeolic) καταί̱ρω , καθιερόω dedicate pres imperat act 2nd sg (doric ionic aeolic) καταίρω take down pres subj act 1st sg καταίρω take down pres ind act 1st sg …
3καταίρων — καταί̱ρων , καθιερόω dedicate imperf ind act 3rd pl (doric ionic aeolic) καταί̱ρων , καθιερόω dedicate imperf ind act 1st sg (doric ionic aeolic) καταίρω take down pres part act masc nom sg …
4καταίτυγι — καταί̱τυγι , καταῖτυξ leathern helmet fem dat sg …
5καταίτυγος — καταί̱τυγος , καταῖτυξ leathern helmet fem gen sg …
6κατά — (I) (AM κατά, Α αρκαδ. τ. κατύ και ποιητ. τ. καταί) πρόθεση που δηλώνει: 1. (με γεν.) α) κίνηση προς κάτι (α. «πάει κατά διαβόλου» πάει προς την καταστροφή β. «πάμε κατά καπνού» βαδίζουμε στον αφανισμό γ. «άι κατ ανέμου» χάσου απ εδώ δ. «κατὰ… …
7κατ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής, προερχόμενο από την πρόθεση κατά. Απαντά και με τη μορφή καθόταν το φωνήεν που ακολουθεί δασύνεται (καθ ημερινός, κάθ ιδρος) καθώς και με τη μορφή καται σε ελάχιστα σύνθετα τής Αρχαίας Ελληνικής (καται… …
8καταίβασις — καταίβασις, ἡ (Α) μετάβαση*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. τ. τού κατάβασις]. Το καται πιθ. κατ επίδραση τού καται βάτης] …
9μυκᾶτ' — μῡκᾶται , μυκάομαι low pres subj mp 3rd sg μῡκᾶται , μυκάομαι low pres ind mp 3rd sg μῡκᾶτο , μυκάομαι low imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) …
10μυκᾶται — μῡκᾶται , μυκάομαι low pres subj mp 3rd sg μῡκᾶται , μυκάομαι low pres ind mp 3rd sg …