κατάσκοπος

  • 61φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… …

    Dictionary of Greek

  • 62ωτακουστής — ο / ὠτακουστής, ΝΑ [ὠτακουστῶ] άτομο που κρυφακούει αρχ. κατάσκοπος που χρησιμοποιούσαν ιδίως οι τύραννοι («τοὺς ὠτακουστὰς ἐξέπεμπεν Ἱέρων, ὅπου τις εἴη συνουσία καὶ σύλλογος», Αριστοτ.) …

    Dictionary of Greek

  • 63Αμιήλ — Όνομα βιβλικών προσώπων (Α. στα εβραϊκά σημαίνει λαός του Θεού). 1. Γιος του Γαμαλί, της φυλής του Δαν, κατάσκοπος της Γης Χαναάν (Αριθ. 12). 2. Πατέρας του Μαχίρ κατά τους χρόνους του Δαβίδ (B’ Βασιλ. Θ’, 4 5, IZ’, 27). 3. Γιος του Μοσελιμία, ο… …

    Dictionary of Greek

  • 64Δούρειος Ίππος — Κολοσσιαίο ξύλινο ομοίωμα αλόγου, που, σύμφωνα με τη μυθολογία, κατασκεύασαν οι Αχαιοί και το χρησιμοποίησαν ως τέχνασμα για την εκπόρθηση της Τροίας. Η ιδέα του τεχνάσματος ανήκε στον Οδυσσέα και την κατασκευή του τεράστιου ομοιώματος ανέλαβε ο… …

    Dictionary of Greek

  • 65Ζαραβινιώτης, Μιχαήλ — (; – 1825). Αγωνιστής του 1821. Διετέλεσε σωματοφύλακας του Αλή πασά. Ο Ζ. κινδύνευσε να εκτελεστεί από τον Χουρσίτ ως κατάσκοπος του Αλή πασά και έτσι αναγκάστηκε να καταφύγει, στα τέλη του 1821, στα ελληνικά στρατεύματα της δυτικής Ελλάδας.… …

    Dictionary of Greek

  • 66Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …

    Dictionary of Greek

  • 67Καζανόβα, Τζοβάνι Τζάκομο — (Giovanni Giacomo Casanova, Βενετία 1725 – Πύργος του Ντούχτσοφ, Βοημία 1798). Ιταλός συγγραφέας και τυχοδιώκτης. Γιος ηθοποιού, άρχισε να σπουδάζει στην ιερατική σχολή της Βενετίας, απ’ όπου τον απέβαλαν όμως εξαιτίας ενός σκανδάλου, αφού ήδη… …

    Dictionary of Greek

  • 68Λε Καρέ, Τζον — (John Le Carré, Πουλ, Ντόρσετ 1931 –). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Άγγλου συγγραφέα Ντέιβιντ Τζον Μουρ Κόρνγουελ (David John Moore Cornwell). Σπούδασε στο Μπερν και στην Οξφόρδη και ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του διδάσκοντας στο κολέγιο του Ίτον την… …

    Dictionary of Greek

  • 69Μάρλοου, Κρίστοφερ — (Christopher Marlowe, Καντέρμπουρι 1564 – Ντέπτφορντ, Λονδίνο 1593). Άγγλος ποιητής και θεατρικός συγγραφέας. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο Κέιμπριτζ, όπου διακρίθηκε ως μελετητής των κλασικών και μεταφραστής του Οβίδιου και του Λουκιανού. Άρχισε να… …

    Dictionary of Greek

  • 70Πάλμερ, Έντουαρντ — (Palmer, 1840 – 1882). Άγγλος αρχαιολόγος και ανατολιστής. Διετέλεσε καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Καντέρμπουρι, από το οποίο εστάλει πολλές φορές στην Ιερουσαλήμ για αρχαιολογικές μελέτες. Γνώστης πολλών γλωσσών και ιδιαίτερα της αραβικής,… …

    Dictionary of Greek