κατάσκοπος

  • 51προκατάσκοπος — ον, Α αυτός που προβλέπει. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κατάσκοπος (Ι) «εξεταστής, ερευνητής, επιθεωρητής»] …

    Dictionary of Greek

  • 52προσαγωγέας — ο / προσαγωγεύς, έως, ΝΑ νεοελλ. μουσ. η έβδομη βαθμίδα στο τονικό σύστημα τής ευρωπαϊκής μουσικής που προετοιμάζει την υποδοχή τής τονικής, τής όγδοης βαθμίδας αρχ. 1. αυτός που φέρνει, που παρουσιάζει κάποιον σε κάποιον άλλο 2. μτφ. (για τον… …

    Dictionary of Greek

  • 53προσαγωγίδης — ὁ, Α κατάσκοπος ή καταδότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσαγωγός + επίθημα ίδης (πρβλ. ηγεμον ίδης)] …

    Dictionary of Greek

  • 54προόπτης — ὁ, ΜΑ μσν. προφήτης αρχ. ανιχνευτής, κατάσκοπος. επίρρ... προόπτως Μ 1. παρατηρώντας προσεκτικά 2. φανερά, ολοφάνερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + όπτης (< θ. οπ τού ὄπωπα*), πρβλ. κατ όπτης, ὑπερόπτης] …

    Dictionary of Greek

  • 55σκοπεύς — έως, ὁ, Μ κατάσκοπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκοπός + επίθημα εύς*] …

    Dictionary of Greek

  • 56σκοπιήτης — ὁ, Α [σκοπιά / σκοπιή] 1. (κυρίως ως προσωνυμία τού Πανός) αυτός που κατοικεί στα βουνά, ορεσίβιος 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «κατάσκοπος» …

    Dictionary of Greek

  • 57σπεκουλάτωρ — ορος, ὁ, ΜΑ αξιωματούχος τού επιτελείου τού αρχηγού λεγεώνας τού ρωμαϊκού στρατού ή διοικητή επαρχίας που είχε ως αποστολή την αναζήτηση τών προγεγραμμένων ή τών καταδικασμένων σε θάνατο («καὶ εὐθέως ἀποστείλας ὁ βασιλεὺς σπεκουλάτορα ἐπέταξεν… …

    Dictionary of Greek

  • 58τζατζόγρια — η, Ν ηλικιωμένη δύστροπη γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. λ. με α συνθετικό πιθ. το τουρκ. casus «κατάσκοπος» και β συνθετικό τη λ. γριά] …

    Dictionary of Greek

  • 59τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …

    Dictionary of Greek

  • 60υπουλώ — έω, Μ [ύπουλος] παθ. ὑπουλοῡμαι, έομαι γίνομαι όργανο, κατάσκοπος κάποιου …

    Dictionary of Greek