κατάσκοπος

  • 41κρυπτός — ή, ό (AM κρυπτός, ή, όν) [κρύπτω] 1. αυτός που μένει αφανής, κρυμμένος, κρυφός, μυστικός (α. «ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιον» β. ἐπεποίητο γὰρ οἱ κρυπτὴ διῶρυξ ἐκ τῆς ἀκροπόλιος φέρουσα ἐπὶ θάλασσαν», Ηρόδ.) 2. φρ. «ἐν κρυπτῷ καὶ παραβύστῳ» εντελώς… …

    Dictionary of Greek

  • 42κωρυκαίος — κωρυκαῑος, ὁ (Α) [Κώρυκος] ως κύριο όν. ὁ Κωρυκαῑος 1. ο κάτοικος τού Κωρύκου 2. κατάσκοπος …

    Dictionary of Greek

  • 43μυστικός — ή, ὁ (ΑΜ μυστικός, ή, όν) 1. αυτός που υπάρχει ή γίνεται κρυφά, ο μη φανερός, απόρρητος, απόκρυφος («μυστική ψηφοφορία») 2. αυτός που σχετίζεται με τα μυστήρια («μυστικὸς Ἴακχος» το μυστηριώδες άσμα τού Ιάκχου, Ηρόδ.) νεοελλ. 1. αυτός που… …

    Dictionary of Greek

  • 44οπτήρας — ο (Α ὀπτήρ) νεοελλ. ναυτ. ναύτης σκοπός στον ιστό πλοίου που έχει την αποστολή να εποπτεύει τη θάλασσα και τον ορίζοντα ώστε να εντοπίζει έγκαιρα άλλα πλοία, σημεία ξηράς, ενδεχόμενους άλλους κινδύνους αρχ. 1. αυτός που κατοπτεύει, σκοπός ή… …

    Dictionary of Greek

  • 45ους — το (ΑΜ οὖς, ὠτός, Α επικ. τ. και οὖας, οὔατος, και δωρ. τ. ὦς) 1. μέλος τού σώματος, όργανο τής ακοής, το αφτί (α. «αἲ γὰρ δή μοι ἀπ οὔατος ὧδε γένοιτο», Ομ. Ιλ. β. «καὶ ἀφεῑλεν αὐτοῡ τὸ οὖς τὸ δεξιόν», ΚΔ) 2. (συνεκδ. με ρ. σε φρ.) η αίσθηση τής …

    Dictionary of Greek

  • 46οφθαλμός — Το μάτι (βλ. λ.). (Βοτ.) Στη βοτανική ορολογία, η λέξη ο. χρησιμοποιείται κυρίως στα επιστημονικά συγγράμματα. Πρόκειται για όργανο συνήθως κωνικό, που βρίσκεται στην κορυφή των βλαστών και των κλάδων, καθώς επίσης και στις μασχάλες των φύλλων,… …

    Dictionary of Greek

  • 47πευθήν — ῆνος, ὁ, Α 1. αυτός που κρυφακούει, ο κατάσκοπος 2. εκείνος που εξετάζει να μάθει κάτι 3. περίεργος, αδιάκριτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πευθ τού πεύθομαι (πρβλ. πευθώ) + επίθημα ήν, ῆνος (πρβλ. ἀ πτ ήν: πέτομαι, λειχ ήν: λείχω)] …

    Dictionary of Greek

  • 48πρακτορεύω — ΝΜΑ [πράκτωρ, ορος] νεοελλ. 1. εργάζομαι ως πράκτορας, ασκώ πρακτορεία 2. αντιπροσωπεύω τα συμφέροντα κάποιου έναντι αμοιβής 3. διακινώ ένα προϊόν για λογαριασμό άλλου εισπράττοντας προμήθεια 4. αναπτύσσω κατασκοπική δραστηριότητα, δρω για… …

    Dictionary of Greek

  • 49προδιόπτης — ὁ, Μ (συν στον πληθ.) οί προδιόπται οι προδιερευνητές, οι ανιχνευτές. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διόπτης «επόπτης, κατάσκοπος»] …

    Dictionary of Greek

  • 50προεξερευνητής — και προὐξερευνητής, ὁ, Α [προεξερευνῶ] ο κατάσκοπος, ο ανιχνευτής που έχει σταλεί από πριν …

    Dictionary of Greek