κατάσκοπος
21PRORRHESIS — Graece πρόῤῥησις, h. e. denuntiatio, ritus in sacris Graecorum, quem Lucianus in Pseudomante, ubi sacrorum ceremonias Alexandri cuiusdam impostoris recenset, tribus ex ordine diebus peractas, describit hisce: Καὶ μὲν εν πρώτῃ πρόῤῥησις ἦν ὥσπερ… …
22-σκόπος — β συνθετικό ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. σκοπός (< σκέπτομαι) και δηλώνει αυτόν που σκέπτεται, που παρατηρεί, που εξετάζει, που μελετά ή ερευνά. Τα συνθ. σε σκοπος απαντούν ως… …
23διερευνητής — ο (Α διερευνητής) [διερευνώ] σχολαστικός ερευνητής ή μελετητής αρχ. κατάσκοπος …
24διοπτήρ — ο (AM διοπτήρ Μ και θηλ. διόπτειρα, η) νεοελλ. 1. όργανο για διόπτευση 2. (τοπογρ.) σκοπευτική συσκευή γεωδαιτικών οργάνων για τη μέτρηση αποστάσεων και γωνιών μσν. θηλ. η διόπτειρα η οικονόμος αρχ. μσν. κατάσκοπος αρχ. 1. ανιχνευτής, παρατηρητής …
25διόπτης — διόπτης, ο (Α) 1. αυτός που βλέπει τα πάντα, παντεπόπτης 2. κατάσκοπος 3. η διόπτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι (α)·* + οπτης < (θ.) οπ (πρβλ. όπωπα)] …
26δόλος — Νομικός όρος που στο αστικό δίκαιο συνιστά, μαζί με την αμέλεια, την υπαιτιότητα (πταίσμα), όπου απαιτείται για τη στοιχειοθέτηση ευθύνης αποζημίωσης. Αυτό μπορεί να συμβεί σε περίπτωση αθέτησης συμβατικών υποχρεώσεων ή πρόκλησης παράνομης ζημίας …
27εξάγγελος — ο (AM ἐξάγγελος) αυτός που αναγγέλλει, που ανακοινώνει κάτι, ο αγγελιαφόρος, ο διαγγελέας 1. αυτός που διηγείται στους ηθοποιούς που βρίσκονται στη σκηνή, και επομένως και στους θεατές, όσα συμβαίνουν ή συνέβησαν μέσα στο ανάκτορο ή στον οίκο,… …
28εξπλοράτωρ — ἐξπλοράτωρ, ο (Μ) κατάσκοπος, ανιχνευτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. explorator «ανιχνευτής»] …
29επίσκοπος — Ύψιστος βαθμός ιεροσύνης. Αρχικά, ο όρος σήμαινε επιθεωρητής, εποπτεύων, που οι Εβδομήκοντα χρησιμοποίησαν στην ελληνική μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης με τη σημασία του κυβερνήτη και του άρχοντα· με την έννοια του ηγέτη μιας χριστιανικής… …
30επικατασκοπώ — ἐπικατασκοπῶ, έω (Α) επιθεωρώ, επισκοπώ πλήρως. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κατασκοπώ «εξετάζω» (< κατάσκοπος)] …