κανονίζω
1κανονίζω — measure pres subj act 1st sg κανονίζω measure pres ind act 1st sg …
2κανονίζω — κανονίζω, κανόνισα βλ. πίν. 33 …
3κανονίζω — (AM κανονίζω) [κανών] 1. ρυθμίζω, διευθετώ κάτι βάσει ορισμένου κανόνα, δηλ. υποδείγματος, μοντέλου, προτύπου, τακτοποιώ, ρυθμίζω 2. επιβάλλω ορισμένους κανόνες σε κάτι νεοελλ. 1. καθορίζω κάτι επακριβώς, με λεπτομέρειες («κανονίζω το πρόγραμμα… …
4κανονίζω — κανόνισα, κανονίστηκα, κανονισμένος 1. ρυθμίζω, τακτοποιώ: Κανόνισα την ένταση του ηλεκτρικού ρεύματος. 2. καθορίζω ακριβώς: Κανόνισα το πρόγραμμα των εξετάσεων. 3. τιμωρώ κάποιον, τον συγυρίζω: Έννοια σου και θα σε κανονίσω εγώ …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5κανονίσω — κανονίζω measure aor subj act 1st sg κανονίζω measure fut ind act 1st sg κανονίζω measure aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …
6κανονίσῃ — κανονίζω measure aor subj mid 2nd sg κανονίζω measure aor subj act 3rd sg κανονίζω measure fut ind mid 2nd sg …
7κεκανονισμένα — κανονίζω measure perf part mp neut nom/voc/acc pl κεκανονισμένᾱ , κανονίζω measure perf part mp fem nom/voc/acc dual κεκανονισμένᾱ , κανονίζω measure perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …
8κανονιεῖ — κανονίζω measure fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) κανονίζω measure fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) …
9κανονιζομένων — κανονίζω measure pres part mp fem gen pl κανονίζω measure pres part mp masc/neut gen pl …
10κανονιζόμενον — κανονίζω measure pres part mp masc acc sg κανονίζω measure pres part mp neut nom/voc/acc sg …