καμωμένος από ξύλο
1πριναρήσιος — α, ο, Ν αυτός που είναι καμωμένος από ξύλο πουρναριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρινάρι + κατάλ. ήσιος (πρβλ. βουν ήσιος)] …
2φράξινος — η, ο ο καμωμένος από ξύλο φράξου (βλ. λ.) …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)