καλῶ
1καλώ — καλώ, κάλεσα βλ. πίν. 76 …
2καλώ — (AM καλῶ, έω, Α αιολ. τ. κάλημι) 1. ζητώ από κάποιον να έρθει κοντά μου (α. «κάλεσε την πυροσβεστική γρήγορα» β. «εἰς ἀγορὴν καλέσαντα... Ἀχαιούς», Ομ. Οδ.) 2. προσκαλώ κάποιον για χορό, δείπνο, γιορτή κ.λπ., συγκεντρώνω άτομα με πρόσκληση (α.… …
3κάλῳ — κάλως reefing rope masc dat sg (epic ionic) κάλῳ̆ , κάλως reefing rope masc nom pl (attic epic ionic) κάλῳ̆ , κάλως reefing rope masc dat sg (attic epic ionic) κά̱λῳ , κᾶλον wood neut dat sg …
4κάλω — κάλως reefing rope masc nom/voc/acc dual (epic ionic) κάλως reefing rope masc gen sg (epic doric ionic aeolic) κάλω̆ , κάλως reefing rope masc gen sg (attic epic ionic) κά̱λω , κᾶλον wood neut nom/voc/acc dual κά̱λω , κᾶλον wood neut gen sg… …
5καλώ — κάλεσα, καλέστηκα και κλήθηκα, καλεσμένος 1. φωνάζω κάποιον, τον προσκαλώ: Την κάλεσε στο γάμο του. 2. διατάζω κάποιον ως ανώτερη αρχή να πράξει κάτι: Ο υπουργός κάλεσε σε απολογία τους απεργούς …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
6καλῶ — καλέω call fut ind act 1st sg (attic epic doric) καλέω call pres subj act 1st sg (attic epic doric) καλέω call pres ind act 1st sg (attic epic doric) καλός beautiful masc/neut gen sg (doric aeolic) …
7καλῷ — καλός beautiful masc/neut dat sg …
8καλώ — καλός beautiful masc/neut nom/voc/acc dual …
9κάλωι — κάλῳ , κάλως reefing rope masc dat sg (epic ionic) κάλῳ̆ , κάλως reefing rope masc nom pl (attic epic ionic) κάλῳ̆ , κάλως reefing rope masc dat sg (attic epic ionic) κά̱λῳ , κᾶλον wood neut dat sg …
10καλνώ — καλώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλώ μεταπλασμένος ενεστ. κατά τα χαλνώ < χαλώ, γελνώ < γελώ] …