κακοπραγμοσύνη
1κακοπραγμοσύνη — evil doing fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
2κακοπραγμοσύνῃ — κακοπραγμοσύνη evil doing fem dat sg (attic epic ionic) …
3κακοπραγμοσύνη — η (Α κακοπραγμοσύνη) [κακοπράγμων] κακή πράξη, ενασχόληση με το κακό …
4κακοπραγμοσύναι — κακοπραγμοσύνη evil doing fem nom/voc pl κακοπραγμοσύνᾱͅ , κακοπραγμοσύνη evil doing fem dat sg (doric aeolic) …
5κακοπραγμοσύνην — κακοπραγμοσύνη evil doing fem acc sg (attic epic ionic) …
6κακοπραγμοσύνης — κακοπραγμοσύνη evil doing fem gen sg (attic epic ionic) …
7κακοπραγμοσύνας — κακοπραγμοσύνᾱς , κακοπραγμοσύνη evil doing fem acc pl κακοπραγμοσύνᾱς , κακοπραγμοσύνη evil doing fem gen sg (doric aeolic) …