καθορίζω
1καθορίζω — καθορίζω, καθόρισα βλ. πίν. 33 …
2καθορίζω — (Α καθορίζω) ορίζω κάτι με ακρίβεια, προσδιορίζω (α. «μόνος του θα καθορίσει την ημερομηνία τής συνάντησης» β. «καθορίζω τὰς αἰτίας τινός», Φιλόδ.) νεοελλ. διασαφηνίζω, διευκρινίζω αρχ. μέσ. καθορίζομαι πάπ. εγείρω αξιώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)… …
3καθορίζω — καθόρισα, καθορίστηκα, καθορισμένος, προσδιορίζω κάτι ακριβώς: Η επιτροπή καθόρισε τους όρους του διαγωνισμού …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4καθορίζετε — καθορίζω determine pres imperat act 2nd pl καθορίζω determine pres ind act 2nd pl καθορίζω determine imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …
5καθοριεῖ — καθορίζω determine fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) καθορίζω determine fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) …
6καθοριοῦσιν — καθορίζω determine fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric) καθορίζω determine fut ind act 3rd pl (attic epic doric) …
7καθορίζει — καθορίζω determine pres ind mp 2nd sg καθορίζω determine pres ind act 3rd sg …
8καθορίζοντα — καθορίζω determine pres part act neut nom/voc/acc pl καθορίζω determine pres part act masc acc sg …
9καθορίζουσι — καθορίζω determine pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) καθορίζω determine pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …
10καθορίσαι — καθορίζω determine aor inf act καθορίσαῑ , καθορίζω determine aor opt act 3rd sg …