καθαρός αέρας

  • 1σάρωση — η / σάρωσις, ώσεως, ΝΑ [σαρῶ ( ώνω)] το σάρωμα («σάρωσις φύλλων», πάπ.) νεοελλ. 1. (ηλεκτρον.) διαδικασία ψηλάφισης αντικειμένου, μέσω στενής και διαδοχικά μετακινούμενης φωτεινής ή ηλεκτρονικής δέσμης, που αποσκοπεί στην ανάλυση τού συνολικού… …

    Dictionary of Greek

  • 2ζωντανεύω — ζωντάνεψα, ζωντανεμένος 1. μτβ., επαναφέρω στη ζωή: Δεν μπορείς να ζωντανέψεις το νεκρό. 2. ζωογονώ: Ο καθαρός αέρας με ζωντάνεψε. 3. απεικονίζω ή περιγράφω κάτι παραστατικά: Πέτυχε με το έργο του να ζωντανέψει μια ολόκληρη εποχή. 4. αμτβ.,… …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 3αιθρία — Η ουρανοφάνεια που διαρκεί επί τουλάχιστον δύο ώρες και δημιουργείται από την απότομη μείωση της νέφωσης από το μέγιστο σημείο (10) της νεφικής κλίμακας (ουρανός νεφοσκεπής) στο σημείο 3 ή και χαμηλότερα (ουρανός καλυμμένος κατά το 1/4 ή και… …

    Dictionary of Greek

  • 4αίθρος — αἶθρος, ο (Α) καθαρός και ψυχρός αέρας τού πρωινού, ψύχος, κρύο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰθήρ. ΠΑΡ. αιθριάζω, αρχ. αἰθριῶ] …

    Dictionary of Greek

  • 5αερώτατος — η, ο 1. πολύ ευάερος, πολύ δροσερός 2. ο πολύ καθαρός 3. ο πολύ ελαφρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αέρας + κατάλ. ώτατος, κατά τα επίθ. υπερθ. βαθμού] …

    Dictionary of Greek

  • 6ευάεια — εὐάεια, ἡ (Α) [ευαής] δροσερός, καθαρός, υγιεινός αέρας …

    Dictionary of Greek

  • 7κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …

    Dictionary of Greek

  • 8Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …

    Dictionary of Greek

  • 9αναπνέω — ανάπνευσα 1. παίρνω αναπνοή, ανασαίνω: Στις μεγάλες πόλεις ο αέρας που αναπνέουν οι άνθρωποι δεν είναι καθαρός. 2. ανακουφίζομαι, ξαλαφρώνω: Άκουσα το νέο και ανάπνευσα …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)