καθαρός
81τηλαυγής — Φιλόσοφος από τη Σάμο, γιος του Πυθαγόρα, δάσκαλος του Εμπεδοκλή. Ο Διογένης ο Λαέρτιος γράφει ότι ο Τ. δεν έγραψε κανένα έργο. Άλλες πηγές τον θέλουν συγγραφέα των έργων Τετρακτύς και Περί θεών ή Ιερός λόγος. * * * ές, ΝΜΑ αυτός που φέγγει σε… …
82τρανής — ές, ΜΑ 1. διαπεραστικός 2. μτφ. διαυγής, καθαρός, σαφής. [ΕΤΥΜΟΛ. Η αναγωγή τού επιθ. τρᾱνής στη ρίζα τερ / τερη τού ρ. τείρω* (πρβλ. τέρετρον, τετραίνω), η οποία θεωρείται ικανοποιητική από σημασιολογική άποψη (πρβλ. τη σημ. τού επιθ. τορός… …
83Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… …
84ακηλίδωτος — η, ο 1. αυτός που δεν κηλιδώθηκε, καθαρός: Το πουκάμισό του ήταν ακηλίδωτο. 2. ο καθαρός ψυχικά, άσπιλος, ανεπίληπτος: Όλη του η ζωή ήταν ακηλίδωτη …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
85καθαρούτσικος — η, ο (υποκορ.), κάπως καθαρός, λίγο καθαρός: Αυτό το κοστούμι είναι καθαρούτσικο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
86ξαστερώνω — ξαστέρωσα 1. αμτβ., για ουρανό, ξανοίγω, γίνομαι καθαρός, αίθριος. 2. μτφ., γίνομαι καθαρός, διαυγής: Ξαστέρωσε το κρασί, το νερό, το λάδι …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
87φερίτης — ο στη μεταλλογραφία, ο καθαρός ή ο σχεδόν καθαρός σίδηρος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
88καθαρωτάτας — καθαρωτάτᾱς , καθαρός physically clean fem acc superl pl καθαρωτάτᾱς , καθαρός physically clean fem gen superl sg (doric aeolic) …
89καθαρωτέρα — καθαρωτέρᾱ , καθαρός physically clean fem nom/voc/acc comp dual καθαρωτέρᾱ , καθαρός physically clean fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) …
90καθαρωτέρας — καθαρωτέρᾱς , καθαρός physically clean fem acc comp pl καθαρωτέρᾱς , καθαρός physically clean fem gen comp sg (attic doric aeolic) …