καθαρός

  • 61συγκαθαρεύω — Μ 1. είμαι επίσης καθαρός 2. (για γραμμ. τ.) ανήκω επίσης στη δόκιμη γλώσσα («καθαρεύοντι τῷ ἐνεστώτι συγκαθαρεύειν καὶ τὸν μέσον παρακείμενον», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καθαρεύω «είμαι καθαρός, είμαι ακριβής στη γλώσσα» (< καθαρός)] …

    Dictionary of Greek

  • 62КАТАРЫ — (от греч. καϑαρός – чистый) – еретич. секта, распространенная в Зап. Европе под различными названиями: альбигойцы, гацары, булгары, славяне, публикане (от павликиане), тексеране (ткачи) и т.д. Термин К. появился ок. 1163, но еретики,… …

    Философская энциклопедия

  • 63αγνός — Δέντρα ή θάμνοι –περίπου 60 φυλλοβόλα ή αείφυλλα φυτά– που φύονται στις θερμές και εύκρατες περιοχές και ανήκουν στην οικογένεια των βερβενιδών. Από τα φυτά αυτά, ένα είδος γνωστότατο στην Ελλάδα είναι η αλυγαριά ή λυγαριά ή αγνιά ή καναπίτσα.… …

    Dictionary of Greek

  • 64αιθρία — Η ουρανοφάνεια που διαρκεί επί τουλάχιστον δύο ώρες και δημιουργείται από την απότομη μείωση της νέφωσης από το μέγιστο σημείο (10) της νεφικής κλίμακας (ουρανός νεφοσκεπής) στο σημείο 3 ή και χαμηλότερα (ουρανός καλυμμένος κατά το 1/4 ή και… …

    Dictionary of Greek

  • 65ακέραιος — Ολόκληρος, πλήρης, ανέπαφος, σώος· ανόθευτος, άδολος, τίμιος. (Μαθημ.) Α. αριθμός. Οι α. θετικοί ή φυσικοί αριθμοί αποτελούν ένα από τα θεμέλια της μαθηματικής επιστήμης και πρέπει να θεωρούνται προμαθηματικές έννοιες που έχουν αποκτηθεί από… …

    Dictionary of Greek

  • 66ακήρατος — ἀκήρατος, ον (Α) 1. άθικτος, ανέπαφος, ακέραιος 2. καθαρός, αγνός, ανόθευτος, άσπιλος, αμόλυντος, παρθενικός 3. ακούρευτος 4. αθέριστος 5. απαλλαγμένος από κάτι, απρόσβλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. *ἀ κέρα τος < ρίζα *κερα (πρβλ. κερα ΐζω, ἀ κέρα ιος). Η… …

    Dictionary of Greek

  • 67ατρύγετος — ἀτρύγετος, ον (Α) 1. άκαρπος, άγονος 2. ακαταπόνητος 3. λαμπρός, καθαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, ήδη αρχαία, ο τ. ατρύγετος < α στερ. + τρυγάω, ώ και σημαίνει «άκαρπος, άγονος», ενώ, κατ άλλους, συνδέεται με το τρύω και… …

    Dictionary of Greek

  • 68διαυγής — ές (ΑΝ) 1. (για νερό) διαφανής, καθαρός 2. (για λόγο) σαφής, ευκρινής 3. (για νου) οξυδερκής 4. (για μέταλλα) φεγγοβόλος, ακτινοβόλος 4. (για ψυχή) αγνός, καθαρός …

    Dictionary of Greek

  • 69ειλικρινής — ές (AM εἰλικρινής, ές) ευθύς, τίμιος, ανυπόκριτος μσν. καθαρός, αμόλυντος αρχ. 1. καθαρός, αμιγής 2. απλός, απόλυτος 3. ολικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθετο τού οποίου το β συνθετικό προέρχεται από το θ. τού κρίνω με επίθημα es (πρβλ. ευκρινής). Το α… …

    Dictionary of Greek

  • 70ευαγής — (I) ές (Α εὐαγής, ές) 1. αυτός που είναι απαλλαγμένος από το άγος 2. (για πρόσωπα) αγνός, καθαρός, άψογος, ανεπίληπτος, ευσεβής νεοελλ. φρ. «ευαγή ιδρύματα» τα φιλανθρωπικά ιδρύματα, αυτά που έχουν ιδρυθεί για ευσεβείς και φιλανθρωπικούς σκοπούς… …

    Dictionary of Greek