καθαρός
51καθαρώτεροι — καθαρός physically clean masc nom/voc comp pl …
52καθαρώτερος — καθαρός physically clean masc nom comp sg …
53καθαρεύω — (AM καθαρεύω) [καθαρός] είμαι καθαρός (ν.εοελλ.) μιλώ ή γράφω σε καθαρεύουσα γλώσσα, είμαι καθαρευουσιάνος αρχ. 1. είμαι αθώος («ἱερέα φόνου καθαρεύοντα και δεσμοῡ και φυγῆς», Πλάτ.) 2. είμαι αγνός («νόμος ἐστὶν αὐτοῑς τῷ χρόνῳ τούτῳ καθαρεύειν… …
54Φοίβος — Το επικρατέστερο επίθετο του θεού Απόλλωνα. Σημαίνει τον φωτεινό και λαμπερό θεό. * * * ο / Φοῑβος, ΝΑ, και ως επίθ. φοῑβος, οίβη, ον, και φοιβός, ή, όν, Α 1. μυθ. προσωνυμία κυρίως τού Απόλλωνος ως θεού που αντιπροσώπευε την καθαρότητα, την… …
55καθάρυλλος — καθάρυλλος, ον (Α) (κωμ. υποκορ. τού καθαρός) κάπως καθαρός, λίγο καθαρός, καθαρούτσικος. επίρρ... καθαρύλλως (Α) κάπως καθαρά, καθαρούτσικα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθαρός + υποκορ. κατάλ. υλλος (πρβλ. άρκ υλλος, μάτρ υλλος)] …
56αίθω — αἴθω (Α) 1. ανάβω, καίω (χρησιμοποιείται μόνο σε ενεστ. και παρατ.) 2. (αμτβ.) φλέγομαι, λάμπω 3. παθ. φλέγομαι, καίγομαι (στον Όμηρο μόνο στη μετοχή: «πυρὸς μένος αἰθομένοιο») 4. Στη Μυκην. η λ. μαρτυρείται έμμεσα από την ύπαρξη κυρίου ονόματος… …
57καθαρίζω — (AM καθαρίζω) [καθαρός] 1. κάνω κάτι καθαρό, απαλλάσσω κάτι από τον ρύπο, από τη βρομιά, παστρεύω, σκουπίζω («καθαρίζω το σπίτι») 2. απαλλάσσω έναν τόπο από ξένον ή παρείσακτο 3. εξαγνίζω («και ἀπὸ πάσης ἁμαρτίας καθάρισον καρδίαν», ΠΔ) νεοελλ. 1 …
58καθαρούτσικος — η, ο (υποκορ. τού καθαρός) κάπως καθαρός, λίγο καθαρός …
59μεσοκάθαρος — και μισοκάθαρος, η, ο (Μ μεσοκάθαρος, ον) 1. αυτός που δεν είναι τελείως καθαρός 2. (για αλεύρι) αυτός από τον οποίο δεν έχει αφαιρεθεί όλο το πίτουρο 3. (για ψωμί) κατασκευασμένος από μικτό, πιτυρούχο αλεύρι μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ μεσοκάθαρον… …
60πούρος — (I) ὁ, Α βλ. πῶρος. (II) α, ο, Ν αμιγής, καθαρός, αγνός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. puro «καθαρός» < λατ. purus «καθαρός»] …