Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

καθένας

  • 1 любой

    любой 1. οποιοσδήποτε· καθένας; в \любойом случае σε οποιαδήποτε περίπτωση, οποτεδήποτε 2. м о καθένας
    * * *
    1.
    οποιοσδήποτε; καθένας

    в любо́м слу́чае — σε οποιαδήποτε περίπτωση, οποτεδήποτε

    2. м
    ο καθένας

    Русско-греческий словарь > любой

  • 2 кто

    αντων.
    1. ερωτ. ποιος, ποια, ποιο•

    это кто сделал? ποιος το έκαμε αυτό;•

    кто идёт? ποιος έρχεται;•

    кто там ποιος είν εκεί;•

    о ком вы говорите? για ποιόν μιλάτε;•

    кто кого (одолеет)? ποιος ποιόν (θα υπερνικήσει);

    2. ο ένας, ο άλλος, ο (οι) μεν, ο (οι) δε•

    кто читает, кто рисует ο ένας διαβάζει, ο άλλος σχεδιάζει•

    кто куда άλλος προς τα δω, άλλος προς τα κει•

    кто где ο ένας εδώ, ο άλλος εκεί•

    кто что любит ο καθένας ό,τι αγαπά ή με το γούστο του.

    3. αόρ. κάποιος, κανένας•

    если кто придёт, скажи, что я на службе αν κάποιος έρθει, πες πως είμαι υπηρεσία•

    не кто иной, как... κανένας άλλος, παρά...

    4. αναφρ. όποιος•

    тот кто ослушается, будет наказан όποιος δε θα υπακούσει, θα τιμωρηθεί.

    εκφρ.
    кто как – ο καθένας με το δικό του τρόπο ή όπως θέλει•
    кто что – όποιος όποιο η ό,τι•
    кто-кто, а... – ποιός-ποιός, όμως...• кого-кого, а... ποιόν-ποιόν, όμως...• кто бы ни был όποιος και να είναι, αδιάφορο ποιος•
    кто ни на есть – καθένας, οποιοσδήποτε, όποιος και να είναι•
    хоть кого – οποιονδήποτε•
    спасайся кто может! – ο σώζων εαυτόν σωθήτω!
    кто в лес кто по дрова – ο καθένας το χαβά του ή το βιολί του.

    Большой русско-греческий словарь > кто

  • 3 каждый

    каждый 1. κάθε* καθένας \каждый день κάθε μέρα 2. м о κα θένας
    * * *
    1.
    κάθε; καθένας

    ка́ждый день — κάθε μέρα

    2. м
    ο καθένας

    Русско-греческий словарь > каждый

  • 4 кто

    кто
    мест.
    1. вопр. ποιος, ποίος, τίς:
    кого вы встретили? ποιόν συναντήσατε;· о ком вы говорите? γιά ποιόν λέτε;· \кто там? ποιός εἶναι;· \кто он? ποιός εἶναι αὐτός·
    2. относ. ὁ ὀποιος, πού:
    \кто угодно ὁποιοσδήποτε, ὁ καθένας· тот, \кто ἐκείνος πού· \кто бы то ни́ был ὀποιος κι· ἄν εἶναι· не \кто иной как он αὐτός ὁ ἰδιος·
    3. не-οηρ.:
    \кто... \кто... οἱ μέν... οἱ δέ..., ἄλλοι μέν... ἄλλοι δέ...· \кто читает, \кто пишет ἄλλοι διαβάζουν, ἄλλοι γράφουν· \кто куда ὁ καθένας ὅπου θέλει· ◊ \кто в лес, \кто по дрова́ погов. ὁ καθένας τό χαβά του· спасайся \кто может! ὁ σώζων ἐαυτόν σω-θήτω!

    Русско-новогреческий словарь > кто

  • 5 любой

    любой
    1. прил ὁποιοσδήποτε, ὁ καθένας, πᾶς:
    \любой ценой μέ κάθε θυσία·
    2. м ὁποιοσδήποτε / ὁ καθένας (каждый):
    \любой из нас ὁ καθένας ἀπό μᾶς.

    Русско-новогреческий словарь > любой

  • 6 каждый

    αντων. αόρ. κάθε•

    каждый день κάθε μέρα•

    каждый человек κάθε άνθρωπος•

    в -ой стране σε κάθε χώρα.

    || με σημ. ουσ. ο καθένας•

    каждый из нас καθένας από μας•

    пусть каждый заботится о себе ας φροντίζει ο καθένας για τον εαυτό του.

    Большой русско-греческий словарь > каждый

  • 7 всякий

    всякий καθένας, κάθε \всякий раз κάθε φορά во \всякийое время όποτε θέλετε, οποτεδήποτε ◇ во \всякийом случае πάντως, όπως και να'ναι на \всякий случай για κάθε περίπτωση, για κάθε ενδεχόμενο
    * * *
    καθένας, κάθε

    вся́кий раз — κάθε φορά

    во вся́кое вре́мя — όποτε θέλετε, οποτεδήποτε

    ••

    во вся́ком слу́чае — πάντως, όπως και να'ναι

    на вся́кий слу́чай — για κάθε περίπτωση, για κάθε ενδεχόμενο

    Русско-греческий словарь > всякий

  • 8 каждый

    кажд||ый
    1. мест. κάθε, ἔκαστος:
    \каждый день κάθε μέρα· \каждыйые пять дней κάθε πέντε μέρες· на \каждыйом шагу́ σέ κάθε βήμα·
    2. м ὁ καθένας, ὁ καθείς:
    \каждый его знает ὁ καθένας τόν ξέρει, ὀλοι τόν ξέρουν.

    Русско-новогреческий словарь > каждый

  • 9 всякий

    αντων. επιμεριστική.
    1. καθένας, καθείς, κάθε, οιοσδήποτε. || ουσ. ο καθένας.
    2. οιονδήποτε πράγμα, οτιδήποτε, ότι κι άν.
    3. (με την πρόθ. без) κανένας, καμιά, κανένα•

    без -ой жалости χωρίς κανένα οίκτο, ανελέητα•

    без -го сомнения χωρίς καμιά αμφιβολία, αναμφίβολα.

    εκφρ.
    - ая всячинаβλ. всячина•
    во -ом случае – εν πάση περιπτώσει• κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, περιστάσεις, ό,τι και να συμβεί, οπωσδήποτε•
    на всякий случай – για κάθε ενδεχόμενο, για καλό και για κακό•
    - го рода – κάθε λογής, λογής-λογής, κάθε είδους, παντοειδής.

    Большой русско-греческий словарь > всякий

  • 10 какой

    αντων.
    1. (ερωτηματική) ποιος; τι;
    какой ваш любимый цвет? ποιο χρώμα σας αρέσει περισαότερο;•

    -го вы мнения о нём τι γνώμη έχετε γι αυτόν;•

    -ая нужда мне знать τι ανάγκη έχω να ξέρω•

    к -ому выводу пришли? Σε τι συμπέρασμα κατα/.ήζατε;•

    -ая польза мне от этого? τι ωφέλεια έχω εγώ απ αυτό;

    2. (περιφρονητικά) τι, τι είδους•

    какой он учёный τι επιστήμονας είναι αυτός.

    3. (αναφορ.) ποιος, τι•

    не знаю -ую книгу вам дать δεν γνωρίζω ποιο βιβλίο να σας δώσω.

    || που, οποίος•

    таких гвоздей -их вам нужно, у меня нет τέτοια καρφιά, που εσείς θέλετε, δεν έχω.

    4. ένας, κάποιος• οποιοσδήποτε. || (σε συνδυασμό με αρνητ. εκφράσεις: неизвестно: неведомо, не знаю κ.τ.τ.) για ποιόν, για τι•

    он поехал в афины неизвестно по -им делам αυτός πήγε στην Αθήνα, χωρίς να ξέρουμε για υποθέσεις (άγνωστο για τι).

    5. επιφ. τι•

    какой умный человек! τι έξυπνος άνθρωπος!•

    какой добрый! τι καλός!•

    -ое несчастие! τι δυστυχία!

    εκφρ.
    какой бы то ни был (было) – οποιοσδήποτε, καθένας, όποιος και να είναι•
    какой ни (на)есть – οποιοσδήποτε, όποιος να είναι, όποιος σας αρέσει•
    хоть какой ή какой хотите – οποιοδήποτε, όποιο θέλετε•
    из -ихπαλ. από ποιο κοινωνικό στρώμα•
    ни в -ую – με κανένα τρόπο, σε καμιά περίπτωση•
    где какой – ο καθένας εκεί που πρέπει•
    когда какой – το κάθε τι στον καιρό του•
    кому «• – ανάλογα με τον άνθρωπο•
    какой тут – άστ αυτά, έλα (σώπα) τώρα•
    какой там – τι είν αυτά (εκεί) που λες•
    какой там наши? – τι ζητάν οι δικοί μας εκεί;•
    -им образом? – πως; με τι τρόπο;

    Большой русско-греческий словарь > какой

  • 11 любой

    επ. (στα ελληνικά αποδίδεται με αόριστη αντωνυμία)• καθένας• όποιος, οποιοσδήποτε•

    любой из вас καθένας από σας•

    в любой час οποιαδήποτε ώρα•

    -ой ценой με κάθε θυσία•

    выбери себе -ую книгу διάλεξε όποιο βιβλίο θέλεις.

    Большой русско-греческий словарь > любой

  • 12 манера

    θ.
    1. υπόδειγμα, τρόπος (ενέργειας ή συμπεριφοράς). || ήθος, συμπεριφορά•

    манера вести себя τρόπος συμπεριφοράς ή του φέρεσθαι•

    резкая манера απότομος τρόπος συμπεριφοράς•

    у всякого манера своя манера ο καθένας έχει το δικό του τρόπο.

    || συνήθεια•

    у него неприятная манера перебивать собеседника αυτός έχει την κακή συνήθεια να διακόπτει τον συνομιλητή.

    2. ύφος, στυλ•

    манера Рафаэля το στυλ του Ραφαήλ•

    переменить -у αλλάζω το στυλ.

    3. πλθ. -ы. τρόποι, σχέσεις, έθιμα•

    вульгарные -ы χυδαίοι τρόποι συμπεριφοράς•

    непринуждённые -ы ανεπιτήδευτοι τρόποι συμπεριφοράς•

    скромные -ы σεμνοί τρόποι συμπεριφοράς•

    странные -ы παράξενοι τρόποι συμπεριφοράς.

    εκφρ.
    всякими (разными) ή на всякие (разные) -ы – κατά τον καθένα, όπως ο καθένας νομίζει• διαφορετικά.

    Большой русско-греческий словарь > манера

  • 13 себя

    себе, собою κ. собой, о себе (αυτοπαθής αντων. για τα τρία γένη)• εαυτός•

    каждый отвечает за себя ο καθένας είναι υπεύθυνος για τον εαυτό του•

    каждый работает для себя ο καθένας εργάζεται για τον εαυτό του•

    никто не хочет обесчестить себя κανένας δε θέλει να ατιμάσει τον εαυτό του•

    он думает только о себе αυτός σκέφτεται μόνο για τον εαυτό του•

    я не доволен собою δεν είμαι ευχαριστημένος από τον εαυτό μου•

    судить других по себе κρίνω τους άλλους από τον εαυτό μου•

    ты вредишь себе κακό του εαυτού σου κάνεις•

    он вне себя от радости είναι εκτός εαυτού από τη χαρά.

    || (δικό) μου, σου, του κ.τ.τ. он порезал себе палец αυτός έκοψε το δάχτυλο του•

    брать (взять) кого с собой παίρνω κάποιον μαζί μου•

    за себя πίσω μου.

    || κάποτε η μετάφραση του στην ελληνική είναι περίσσια•

    она обратила на себя взоры публики αυτή τράβηξε την προσοχή ή επέσυρε τα βλέμματα του πλήθους•

    берите это на себя επιφορτιστείτε αυτή την υπόθεση•

    присвоить -е чужое имение ιδιοποιούμαι ξένο κτήμα•

    мне что-то не по себе κάπως δεν αισθάνομαι καλά.

    εκφρ.
    к себе – σπίτι μου•
    себя я пригласил его к себе – τον προσκάλεσα σπίτι μου•
    от себя – από μένα, από μέρος μου, εξ ονόματος μου•
    по себе – α) κατ εμέ• κατά τις δυνάμεις μου, κατά τις απαιτήσεις μου•
    найти работу по себе – βρίσκω δουλειά της αρεσκείας μου. β) πίσω μου•
    оставить по себе добрую память – αφήνω πίσω μου καλή ανάμνηση•
    α) άφωνα• μέσα μου• με σιγανή φωνή.
    β) брать, взять, принять на себя – παίρνω επάνω μου, υπ ευθύνη μου, υπεύθυνα•
    не в себе – εκτός εαυτού•
    не по себе – α) αδιαθετώ, β) βλ. неудобно•
    быть самим собой – όπως μου (του κλπ.) αρέσει, πρέπει στον ίδιο•
    собой – ή (απλ.) из себя κατά την εμφάνιση•
    себе на уме кто – είναι κρυφός, πονηρός•
    сам по себе – αυτός καθ εαυτόν•
    у себя – στο σπίτι μου, στο γραφείο μου κ.τ.τ.

    Большой русско-греческий словарь > себя

  • 14 всякий

    всяк||ий
    мест.
    1. (каждый, любой) καθένας, ὁποιοσδήποτε, πᾶς Εκαστος:
    во \всякийое время σ'όποιαδήποτε ὠρα· \всякий раз, как... κάθε φορά πού..., ὁσάκις...· \всякийими путями παντοιοτρόπως, μ'ὅλα τά μέσα· на \всякий случай γιά κάθε ἐνδεχόμενο, γιά καλό καί γιά κακό· во\всякийом случае ἐν πάση περιπτώσει·
    2. (разный) κάθε είδους, διάφορος, λογής-λογής:
    \всякийого рода κάθε λογῆς· ◊ без \всякийой жалости χωρίς κανένα οίκτο.

    Русско-новогреческий словарь > всякий

  • 15 голова

    голов||а
    ж
    1. прям., перен ἡ κεφαλή, τό κεφάλι:
    с непокрытой \головаой ἀσκεπής, ξεσκούφωτος· светлая \голова перен φωτεινός νοῦς, (ρωτεινό μυαλό· пустая \голова ὁ κουφιοκέφαλος, ὁ κουφιοκεφαλάκης· горячая \голова перен ὁ θερμόαιμος' с ясной \головао́й νηφάλια, μέ καθαρό μυαλό· кивать \головао́й κατανεύω·
    2. (единица счета скота) τό κεφάλί
    3. (руководитель, начальник) ὁ ἐπί κεφαλής, ἡ κεφαλή, ὁ ἀρχηγός:
    городской \голова ист. ὁ δήμαρχος, ὁ πρόεδρος τοῦ δημοτικοῦ συμβουλίου· ◊ \голова сахару ἕνα κεφάλι ζάχαρη· \голова идет кру́гом τά χάνω, σαστίζω· у него закружилась \голова ζαλίστηκε· у нее закружилась \голова от успеха ἀπό τήν ἐπιτυχία πήραν τά μυαλά της ἀέρα· с \головаы́ до ног ἀπό τήν κορυφή ὡς τά νύχια· валить с больной \головаы на здоровую φορτώνω τά σφάλματα μου σέ ἄλλον в первую голову πρίν ἀπ' ὅλα, πρώτιστα· мне пришло в голову μοῦ ήρθε στό μυαλό, μοῦ κατέβηκε· вбить (или забрать) себе в голову βάζω στό κεφάλι μου, βάζω στό νοῦ μου· выкинуть из \головаы βγάζω ἀπ'τό νοῦ μου· разбить на голову συντρίβω ὁλοκληρωτικά, τσακίζω κατακέφαλα· терять голову χάνω τά λογικά μου· ломать голову над чем-л. σπάνω τό κεφάλι μου νά· вскружить голову кому́-л. ξεμυαλίζω κάποιον· морочить кому́-л. голову ζαλίζω, σκοτίζω, τσατίζω κάποιον забивать кому́-л. голову φουσκώνω τά μυαλά κάποιού намылить кому́-л. го́лоиу βάζω γερή κατσάδα σέ κάποιον голову даю на отсечение что... κόβω τό κεφάλι μου πώς...· повесить голову χάνω τό θάρρος μου· сложить голову σκοτώνομαι στή μάχη, δίνω τή ζωή μου· на свою голову στήν καμπούρα μου, ἀπάνω μου1 сломя голову πολύ γρήγορα· очертя голову μέσ' τά ὅλα, ριψοκινδυνεύοντας τά πάντα· иметь голову на плечах εἶμαι στά λογικά μου, εἶμαι στά καλά μου· вино́ ударило ему́ в голову τό κρασί τον χτύπησε στό κεφάλι· как снег на голову (появиться, свалиться) ἐξαφνα, ξαφνικά, ἀναπάντεχα· снявши голову по волосам не плачут погов. ὁ βρεγμένος τή βροχή δέν τή φοβάται· окунуться (или уйти) с \головао́й во что́-л. ρίχνομαι μέ τά μούτρα· быть \головао́й выше кого́-л. στέκομαι ἕνα κεφάλι πιό ψηλά ἀπό κάποιον ручаться \головао́й ἐγγυώμαι προσωπικά, βάζω τό κεφάλι μου· отвечать \головао́й εἶμαι ὑπεύθυνος μέ τή ζωή μου· поплатиться \головаой πληρώνω μέ τή ζωή μου,· πληρώνω μέ τό κεφάλι μου· рисковать \головао́й παίζω τό κεφάλι μου, ριψοκινδυνεύω τή ζωή μου· выдать себя с \головао́й ξεσκεπάζομαι, ἀποκαλύπτομαι· биться \головао́й о стен(к)у χτυπιέμαι, χτυπῶ τό κεφάλι μου στον τοίχο· в \головаах στό προσκέφαλο· сколько голов, столько умо́в погов. ὁ καθένας μέ τό χαβᾶ του.

    Русско-новогреческий словарь > голова

  • 16 дрова

    дрова
    мн. τά ξύλα, τό καυσόξυλα:
    сырые \дрова τά ὑγρά ξύλα· мешать \дрова (в печке) ἀνασκαλἰζω τή φωτιά· ◊ кто в лес, кто по \дрова погов. ὁ καθένας τό χαβᾶ του.

    Русско-новогреческий словарь > дрова

  • 17 из

    из
    (изо) предлог с род. п. ἀπό, ἐκ. ἐξ:
    выходить из театра βγαίνω ἀπό τό θέατρο· приехать из Афин ἔρχομαι ἀπό τήν "Αθήνα· дом из камня σπίτι ἀπό πέτρα, πέτρινο σπίτι· каждый из нас ὁ καθένας ἀπό μϋς· из любопытства ἀπό περιέργεια, χάριν περιέργειας· из зависти ἀπό φθόνο, ἀπό ζήλεια· изо дня в де́нь ἀπό μέρα σέ μέρα, μέρα μέ τή μέρα· из года в год ἀπό χρόνο σέ χρόνο· из бедной семьи́ ἀπό φτωχή οἰκογένεια· одно из двух ἕνα ἀπ· τά δυό· обед из трех блюд γεῦμα μέ τρία φαγητά.

    Русско-новогреческий словарь > из

  • 18 лес

    лес
    м
    1. τό δάσος, ὁ λόγγος, τό ρουμάνι:
    дремучий \лес τό ἀδιάβατο δάσος· хвойный \лес δάσος ἀπό κωνοφόρα δένδρα· лиственный \лес τό δάσος ἀπό φυλλοφόρα δένδρα· смешанный \лес τό μικτό δάσος·
    2. (материал) ἡ ξυλεία, ἡ ξυλική:
    строй-тельный \лес ἡ οίκοδομήσιμος ξυλεία· Корабельный \лес ἡ ναυπηγήσιμη ξυλεία· сплавлять \лес μεταφέρω ξυλεία[ν] μέ τό ρεύμα τοῦ ποταμοῦ· ◊ кто в \лес, кто по дрова погов. ὁ καθένας τό χαβἄ του.

    Русско-новогреческий словарь > лес

  • 19 один...

    один||...
    другой... ὁ ἔνας... ὁ ἀλλος· ни \один... ни другой ὁὔτε ὁ ἔνας οὔτε ὁ ἄλλος· \один... из тысячи ἀπό τους χίλιους ἔνας· я тебе скажу́ только одно́ ἕνα πράμα μόνον θά σοῦ (εί)κῶ· ◊ \один...единственный ἔνας καί μοναδικός· (идти) по одному (πηγαίνουμε) ἔνας-ενας· \один... за другим ὁ ἔνας μετά τόν ἀλλο, ὁ ἕνας κατόπιν τοῦ ἀλλου· \один... на \один... а) (бороться и т. ἡ.) ἀντιμέτωπος, ἔνας μ' ἔνα, δ) (наедине) μόνοι, μεταξύ μας· все до одного́ μέχρι καί τοῦ τελευταίου, ὀλοι μέχρις ἐνός· все как \один... ὀλοι σύσσωμοι· Все за одного, \один... за всех ὁ καθένας γιά ὀλους καί ὀλοι γιά τόν καθένα· одним духом μονομιάς, μονορροῦφι· одним росчерком пера μέ μιά μονοκονδυλιά· одним словом μέ μιά λέξη· в \один... миг ἐν ριπή ὁφθαλμοῦ· в \один... голос μέ μιά φωνή· в \один... прекра́сный день μιά ὠραία ἡμέρα· \один... раз (однажды) μιά φορά· с одной стороны.., с другой стороны... ἀπ' τή μιά..., ἀπ' τήν ἀλλη..., ἀφ' ἐνός μέν..., ἀφ' ἐτερου δέ...· одно из двух ἕνα ἀπό τά δυό· \один... в поле не воин погов. =ί ἔνας κἄν κανένας, μέ ἔναν στρατιώτη μάχη δέν κερδίζεται.

    Русско-новогреческий словарь > один...

  • 20 полагаться

    полагаться
    несов
    1. (рассчитывать) ὑπολογίζω, λογαριάζω, βασίζομαι:
    я всецело \полагатьсяюсь на вас βασίζομαι ἀπόλυτα σέ σᾶς·
    2. безл:
    \полагатьсяется... πρέπει...· как \полагатьсяется ὀπως πρέπει· э́того делать не \полагатьсяется αὐτό δέν ἐπιτρέπεται·
    3. (причитаться):
    что ему́ \полагатьсяется? τί ἐχει νά παίρνει;· каждому \полагатьсяется по 10 рублей ὁ καθένας ἔχει νά παίρνει ἀπό 10 ρούβλια.

    Русско-новогреческий словарь > полагаться

См. также в других словарях:

  • καθένας — καθένας, καθεμιά, καθένα επιμεριστική αντων., κάθε ένας, καθένας χωριστά, ο ένας μετά τον άλλο: Να έλθει ο καθένας με τη σειρά του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καθένας — και καθείς, καθεμιά, καθένα (AM καθεῑς και καθείς, καθεμία, καθέν) (αόρ. αντων.) ένας ένας χωριστά ή ο ένας μετά τον άλλο (α. «καθένας με τον πόνο του» β. «ὁ καθεὶς δὲ τῶν φίλων σκυθρωπῶς ὑπεκρέων», ΠΔ) νεοελλ. 1. ο πρώτος τυχών, οποιοσδήποτε… …   Dictionary of Greek

  • φτερό — Καθένας από τους κεράτινους σχηματισμούς του δέρματος που, μαζί με τα πούπουλα, καλύπτουν το σώμα των πουλιών. Σε ένα φ. διακρίνονται ο άξονας ή μεσαίο στέλεχος και το γένειο. Το κατώτερο μέρος του άξονα, που ονομάζεται κάλαμος, είναι κοίλο,… …   Dictionary of Greek

  • καθεμιά — καθένας, καθεμιά, καθένα επιμεριστική αντων., κάθε ένας, καθένας χωριστά, ο ένας μετά τον άλλο: Να έλθει ο καθένας με τη σειρά του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καθένα — καθένας, καθεμιά, καθένα επιμεριστική αντων., κάθε ένας, καθένας χωριστά, ο ένας μετά τον άλλο: Να έλθει ο καθένας με τη σειρά του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κλίτος — Καθένας από τους τρεις ή πέντε διαδρόμους στους οποίους διαιρούνται με ενδιάμεσες κιονοστοιχίες οι παλιοί χριστιανικοί ναοί και ιδιαίτερα οι βασιλικές. Με τον όρο αυτό, εξάλλου, χαρακτηρίζεται στην τοπογραφία η κλίση τμήματος εδάφους. * * * (I)… …   Dictionary of Greek

  • κλιτός — Καθένας από τους τρεις ή πέντε διαδρόμους στους οποίους διαιρούνται με ενδιάμεσες κιονοστοιχίες οι παλιοί χριστιανικοί ναοί και ιδιαίτερα οι βασιλικές. Με τον όρο αυτό, εξάλλου, χαρακτηρίζεται στην τοπογραφία η κλίση τμήματος εδάφους. * * * ή, ό… …   Dictionary of Greek

  • μπαντιέρα — και παντιέρα, η (Μ μπαντιέρα και παντιέρα) σημαία, μπαϊράκι, λάβαρο νεοελλ. φρ. α) «σηκώνω μπαντιέρα» επαναστατώ, στασιάζω, εξεγείρομαι β) «ο καθένας έχει τη μπαντιέρα του» ο καθένας ακολουθεί τον δικό του δρόμο, ο καθένας κάνει αυτό που θέλει.… …   Dictionary of Greek

  • ομάδα — I (Κοινωνιολ.). Κεντρική έννοια της νεότερης κοινωνιολογίας που από τον Κυβιλιέ ορίζεται σαφώς ως «επιστήμη των ανθρώπινων ομάδων». Με την προφανή προϋπόθεση ότι μια ομάδα σχηματίζεται από πολλά μέλη, η θεωρία των κοινωνικών ομάδων αντιμετωπίζει… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»