κάπνισμα
1κάπνισμα — offering of smoke neut nom/voc/acc sg …
2κάπνισμα — I Εισπνοή καπνού, προερχόμενου από καιόμενη ουσία (όπως τα φύλλα του ομώνυμου φυτού). Αποτελεί μία συνήθεια που προήλθε από τους γηγενείς της αμερικανικής ηπείρου. Ως τρόποι κ. αναφέρονται το τσιγάρο, η πίπα, το πούρο και –καταχρηστικά, επειδή η… …
3κάπνισμα — το 1.η εισπνοή του καπνού των τσιγάρων, φουμάρισμα: Πρέπει να κόψεις το κάπνισμα. 2. η υποβολή κάποιου πράγματος στην επίδραση του καπνού: Ασχολείται με το κάπνισμα των ψαριών. 3. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του καπνίζω: Από το πολύ κάπνισμα του …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4καπνισμάτων — κάπνισμα offering of smoke neut gen pl …
5καπνίσματα — κάπνισμα offering of smoke neut nom/voc/acc pl …
6Tobacco packaging warning messages — Smoking warning on the back of a cigarette pack, in Australia Tobacco packaging warning messages are health warning messages that appear on the packaging of cigarettes and other tobacco products. They have been implemented in an effort to enhance …
7καπνός — I (Βοτ.). Ονομασία που αποδίδεται στο γένος Nicotiana, σε ορισμένα είδη αυτού του γένους και στα ξηραμένα φύλλα αυτών των φυτών. Από το είδος Nicotiana rustica παράγεται ο κ. σε ορισμένες περιοχές της Ευρώπης, ωστόσο το παγκόσμιο εμπόριο κ.… …
8διατήρηση ή συντήρηση — Σύνολο ενεργειών που αποβλέπουν στη δ., για μεγάλο χρονικό διάστημα, ιδιοτήτων των ουσιών που αλλοιώνονται εύκολα. Ιδιαίτερη σημασία έχει η δ. τροφίμων, η οποία επιτρέπει τη χρήση αλλοιώσιμων ειδών σε διάφορους χρόνους και σε τόπους μακριά από… …
9θυμίαμα — και θυμίαμα, το (ΑΜ θυμίαμα, Α ιων. τ. θυμίημα, Μ και θυμίαμα) [θυμιώ] η ρητινώδης ύλη που καίεται κατά τις θρησκευτικές τελετές και αναδίδει ευώδεις αναθυμιάσεις, λιβάνι, λιβανωτό νεοελλ. 1. συνεκδ. θυμιάτισμα, λιβάνισμα, θυμίαση 2. μτφ. εγκώμιο …
10καπνιστικός — ή, ό (Α καπνιστικός, ή, όν) [καπνίζω] νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον καπνιστή ή στο κάπνισμα αρχ. κατάλληλος για κάπνισμα τροφίμων …